Menu - Pages

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Η υπόσχεση που δεν κράτησα....

 

Την αναγνώρισα αμέσως από το κοκκάλινο χτενάκι που έπιανε σε μικρό κότσο τα μαλλιά της και με άφηνε να τη χτενίζω τα βράδια. Καθόταν σε μια πολυθρόνα γυρισμένη προς το παράθυρο. Χτύπησα διακριτικά τη μισάνοιχτη πόρτα μα δεν πήρα απάντηση. Αποφάσισα να προχωρήσω. Στάθηκα πλάι της χωρίς να της μιλήσω. Το βλέμμα της ταξίδευε έξω απ’ το παράθυρο. Καθόταν ήρεμη με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια.

Τέσσερα χρόνια είχα να τη δω. Η τελευταία εικόνα που είχα από ‘κεινη ήταν να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού στο χωριό, στο κτήμα με τις αμυγδαλιές, και να με χαιρετά σταυρώνοντάς με για καλό δρόμο. Είχε συνηθίσει η μια την παρουσία της άλλης αφού, μένοντας απρόσμενα άνεργη, είχα βρει καταφύγιο για ένα ολόκληρο χρόνο στο σπίτι στο χωριό .

Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία για μια νέα δουλειά στη Γερμανία, η απόφαση πάρθηκε γρήγορα. Την αποχαιρέτησα με την παρήγορη για τη μοναξιά της υπόσχεση «Θα’ ρθω το καλοκαίρι!». Η αραιή τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν πάντα σύντομη και περιοριζόταν στην επιβεβαίωση πως όλα πήγαιναν καλά κι ας μην ήταν πάντα αυτή η αλήθεια και για τις δυο μας. Όταν για καιρό σταμάτησε πια η επικοινωνία μου μαζί της, η δήλωση της μητέρας μου: «Η γιαγιά δεν είναι καλά», σήμαινε πως έπρεπε να τη δω.

Την άγγιξα ελαφρά στον ώμο καλημερίζοντάς την κι εκείνη ξαφνιασμένη γύρισε να με δει. Τότε αντίκρισα το ίδιο εκείνο βλέμμα που με ακολουθούσε προστατευτικά σε κάθε βήμα της ζωής μου, μόνο που τώρα είχε την εναγώνια απορία να καταλάβει ποια ήμουν.
-Η Θάλεια είμαι. Σου έφερα λουλούδια που σ΄αρέσουν.
-Τι όμορφα! Σ΄ευχαριστώ.
-Θα τα βάλω στο βάζο.
-Ναι. Κάπου εδώ είναι…
-Μην ανησυχείς, το βρήκα.
-Λοιπόν , ποια είσαι εσύ;
–Είμαι η εγγονή σου, η κόρη του Νικόλα.
-Α, για να σε δω! Μεγάλωσες! Κι ο πατέρας σου πού είναι;
-Δεν είναι μαζί μου.
Κούνησε το κεφάλι και σώπασε. Ξαναστήλωσε τα μάτια στο παράθυρο.
Κάθισα δίπλα της. Ήθελα να μοιραστώ μαζί της τη σιωπή που ακολούθησε το όνομα του πατέρα μου. Η μνήμη την είχε προφυλάξει διαγράφοντας την απουσία του πατέρα μου, που χάθηκε πρόωρα από τη ζωή μας. Κοίταξα τα ρυτιδιασμένα χέρια της. Το ένα πάνω στ΄αλλο με τη διπλή βέρα στο δεξί, περίμεναν άβουλα και άπρακτα, χαμένα στη λήθη της προηγούμενης άοκνης ζωής τους. Πήρα τα χέρια της μες στα δικά μου και τα φίλησα. Εκείνη με χάιδεψε στα μαλλιά. Ήμουν και πάλι μικρή. Το ίδιο εκείνο κοριτσάκι με το πλεκτό ζακετάκι της γιαγιάς και την κορδέλα στα μαλλιά που πόζαρε με σκέρτσο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο.
-Σα να ‘βαλε λίγο ψύχρα. Μου δίνεις το …Να εκεί πάνω.
-Το σάλι σου θέλεις; Όρίστε. Είναι καλύτερα τώρα;
-Ναι, καλύτερα. Τυλίχτηκε με το σάλι και ξανασώπασε. Κατάλαβα πως από δω και πέρα, όλο και περισσότερο, ο κόσμος της σιωπής θα ήταν ο κόσμος της.
«Κοίτα, προσπαθούν να μπουν μέσα», είπε σε λίγο δείχνοντάς μου τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που χτυπούσαν απ’ τον αέρα το τζάμι του παραθύρου. «Μα πότε ανθίσανε; Όταν βγαίνω βόλτα στο κτήμα ο αέρας γεμίζει με άνθη τα μαλλιά μου. Αρέσουν στον Ανδρέα τα άνθη στα μαλλιά μου…»
-Ναι γιαγιά, θυμάμαι κι εγώ τις βόλτες με τον παππού στο κτήμα με τις μυγδαλιές τέτοια εποχή!
-Τι λες; Βγαίνουμε έξω να τις δούμε από κοντά;
-Όχι σήμερα γιαγιά, κάνει κρύο. Θα πάμε αύριο.
-Μου υπόσχεσαι πως θα ‘ρθεις πάλι αύριο; Μου το υπόσχεσαι;
-Ναι γιαγιά, στο υπόσχομαι.
Το πρόσωπό της έλαμψε στο άκουσμα της υπόσχεσής μου. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο μάγουλο. «Είσαι καλό κορίτσι» μου είπε. Δεν ξέρω αν όση ώρα ήμαστε μαζί με είχε έστω και για μια στιγμή αναγνωρίσει. Αναγνώρισα όμως εγώ το άγγιγμά της και τη θέρμη της αγάπης της κι αυτό μου έφτανε.
-Κυρία Φανή, βλέπω έχεις επισκέψεις;
-Ναι, είναι η….
-Η Θάλεια, η εγγονή της.
-Ποιος τη χάρη σου κυρία Φανή να ‘χεις τόσο μεγάλη εγγονή!
Η γιαγιά χαμογέλασε με καμάρι στα κολακευτικά λόγια της τραπεζοκόμου που είχε έρθει για να φέρει το μεσημεριανό γεύμα.
Έσκυψα, την αγκάλιασα και τη φίλησα αφήνοντάς την ευχαριστημένη, όσο λίγο κι αν κράτησε αυτό. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως μέσα στα τόσα χρόνια προσφοράς, ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά είχε ζητήσει κάτι από εμένα. Η πτήση μου έφευγε σε δυο ώρες κι εγώ ίσα που είχα προλάβει να την δω, να της δώσω μια ψεύτικη υπόσχεση και να επιστρέψω στη μοναξιά μιας προγραμματισμένης ζωής.
Την επόμενη άνοιξη γύρισα εκτάκτως στο χωριό για την κηδεία της . Πρόλαβα και πήγα μια βόλτα στο κτήμα. Οι αμυγδαλιές, περίμεναν εκεί, ανυπόκριτα αγέρωχες , να μου θυμίζουν με τα άνθη τους την υπόσχεση που δεν κράτησα.
“Η υπόσχεση”
Της Βάνιας Σύρμου

Ιστορίες Ζωής,
'στειλε μου την δική σου εαν θες!!

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

Στάχτη το πολύτιμο αρχείο.

 Με βαθιά λύπη σας ανακοινώνουμε την ολική καταστροφή της υλικής, αλλά κυρίως της πνευματικής περιουσίας του Ιστορικού Κέντρου Καλλονής Λέσχη "ΑΡΙΣΒΗ" μετά τη φωτιά που ξέσπασε χθες το βράδυ σε

Ολοκληρο το κτίριό του. 6,5 χιλιάδες τόμοι σπάνιων βιβλίων, πολλοί των οποίων ήταν εκδόσεων από τις αρχές του 1700, χιλιάδες χειρόγραφα και πάπυροι, με καταγεγραμμένη την ιστορία κυρίως της Καλλονής, αλλά και της Λέσβου και της νεότερης Ελλάδας, σημαντικοί πίνακες, σύμβολα, πρωτότυπα καταστατικού ίδρυσης του σωματείου και χειρόγραφα από το έτος 1905. Κάηκε εν ολίγοις η καταγεγραμμένη ιστορία του τόπου μας. 

Σε αυτό το κτίριο συστεγαζόταν εδώ και κάποιους μήνες και η Ένωση Λογοτεχνών Αιγαίου. Δυστυχώς, κάηκε ολοσχερώς και η δική μας υλική και πνευματική περιουσία.

Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Α. εκφράζει τη βαθιά συμπαράστασή του, τη λύπη του και τον ειλικρινή σεβασμό του στην Ιστορική Λέσχη Καλλονής που  πραγματικά δοκιμάστηκε βάναυσα σε αυτή την απροσδόκητη μάχη με την καταστροφή. Θα είναι δίπλα της για ό,τι χρειαστεί!

Στέλλα Πετριδου

Υ. Γ Μόνο θλίψη μπορώ να πω και αυτό που μου βγήκε αυθόρμητα μόλις διάβασα τα νέα της φίλης μου Στέλλας,, όχι ρε π@υστι μου. 

Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Η Σ υ ν ά ν τ η σ η

 Κόντευε 9 πρωί Μεγάλου Σαββάτου. Πέρασε η ώρα, άρχισε να ετοιμάζεται γρήγορα για την εκκλησία. Πτώμα ένιωθε…Τρεις μέρες ετοιμαζόταν για την Κυριακή του Πάσχα. Αρνί, τσουρέκια και κουλούρια χειροποίητα, σπίτι στην εντέλεια, ρούχα σιδερωμένα για την Ανάσταση, κήπος έτοιμος για το ψήσιμο…κούραση ατέλειωτη!

« Αμάν, να περάσει το Πάσχα να ησυχάσουμε», σκέφτηκε η Σοφία. «Φασαρία, έξοδα, κούραση και στο τέλος δεν αλλάζει και τίποτα. Μια ιδέα είναι! Οι γιορτές είναι μόνο για τους πλούσιους. Να πάρεις την οικογένεια και να πας Κέρκυρα, Μύκονο, Σαντορίνη, να μείνεις στο πεντάστερο, να σου κάνουν τεμενάδες… αυτή είναι ζωή! Όχι να πλένεις αντεράκια δυο μέρες, για να φάει ο Μήτσος κοκορέτσι, όπως στο χωριό του..» 

Έριξε την τελευταία ματιά, στο πεντακάθαρο σπίτι της κι έκλεισε με βρόντο την πόρτα φεύγοντας για την εκκλησία. Κι αυτό, ένα ακόμη καθήκον! Αλλά, να περάσει το Πάσχα και να μην κοινωνήσει; Δεν της καθόταν καλά! Δεν πρόλαβε βέβαια να εξομολογηθεί, αλλά σιγά το πράγμα! «Μήπως κι αυτοί που εξομολογούν είναι αναμάρτητοι;» σκέφτηκε. Τα πόδια πρησμένα, τα παπούτσια σφιχτά, με το ζόρι έριχνε βήμα. Είπε να κοινωνήσει το πρωί του Σαββάτου για να μην στηθεί στην ουρά πάλι το βράδυ της Ανάστασης. «Μετά το Χριστός Ανέστη, θα φύγουμε, μπα δεν γίνεται να κάτσω στη λειτουργία μετά. Καταρχήν, είμαι πτώμα. Αλλά θέλω και να αυγοκόψω τη μαγειρίτσα, θα έρθουν τα παιδιά, θα βιάζονται…δεν πειράζει, φτάνει αυτό. Ο Θεός ξέρει τους καλούς να τους ξεχωρίζει…εγώ δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι στη ζωή μου..Κι όσο για το Φώς της Ανάστασης, θα το πάρω σε μια λαμπάδα... Συμβολικό είναι έτσι κι αλλιώς το Φως…ένα έθιμο είναι…» σκεφτόταν, ενώ έφτανε στην αυλή της εκκλησίας.

Την ίδια στιγμή βλέπει τον κόσμο να φεύγει, είχε πάνω από ένα τέταρτο που η λειτουργία τελείωσε κι ο ιερέας είχε φύγει ήδη για το κοιμητήριο. 

«Ε, αυτό το λες γκαντεμιά! Αντε τώρα να βρεις σειρά το βράδυ..με τη γκρίνια των παιδιών να περιμένουν να φάνε, εγώ να βιάζομαι..δεν γίνεται να κοινωνήσω, κρίμα! δεν πειράζει, του χρόνου, τί να κάνουμε..» σκέφτηκε και ξεκίνησε για το γυρισμό. 

Ενώ κατευθυνόταν στην έξοδο, ακούει ένα «Καλημέρα Σοφία», μιας γνώριμης, ζεστής φωνής που την γύρισε χρόνια πίσω. Γυρίζει το βλέμμα κι αντικρίζει το Χρήστο, συμμαθητή κι αγαπημένο φίλο από το γυμνάσιο ακόμα. Αγκαλιάζονται με συγκίνηση, είχαν πάνω από 15 χρόνια να βρεθούν…

«Ελα να σε δω λίγο, έλα να καθήσουμε στο παγκάκι» της προτείνει με μια ηρεμία, που της δημιουργεί απορία.

«Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς βιάζομαι Χρήστο μου, δεν προλαβαίνω » του απαντά μονομιάς.

«Γιατί ακριβώς βιάζεσαι;» τη ρωτάει αφοπλιστικά

«Γιατί, γιατί.. έχω δουλειές πολλές» του απαντά μάλλον αμήχανα.

«Έλα κάτσε! Οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ! Οι άνθρωποι τελειώνουν και πολλές φορές δυστυχώς τελειώνουν, χωρίς καν να προλάβουν να αρχίσουν..» της λέει κι εκείνη κάθεται, νιώθοντας σαν να είχε πια μαγνήτη στο παγκάκι. 

…..Ώρα 12  μεσημέρι. Μπαίνει στο σπίτι, ήρεμα και γαλήνια. Αυτή τη φορά, δεν χτύπησε με δύναμη την πόρτα, δεν έριξε detoil στο πατάκι, δεν τακτοποίησε τα παπούτσια στην παπουτσοθήκη, δεν μάζεψε το ριχτάρι του καναπέ που κρεμόταν λίγο αριστερά στη γωνία…

Γέμισε ένα ποτηράκι με νερό και έβαλε μέσα το μικρό χαμομηλάκι που της χάρισε ο Χρήστος, κόβοντάς το από την αυλή της εκκλησίας. Αυτή η μικρή μαργαρίτα, που σήμερα έγινε η αφορμή για να σταθεί, για να σκεφτεί …Κάθησε στον καναπέ, με το μυαλό και την ψυχή, να επεξεργάζεται όλα όσα σήμερα έμαθε κι ένιωσε.

Δυο ώρες περίπου με το συμμαθητή της, ανακάλυψε ότι ο ίδιος είχε ένα σοβαρό τροχαίο πριν από δέκα περίπου χρόνια, πέρασε έναν Γολγοθά για την αποκατάστασή του, έχασε τη δουλειά του, έζησε μεγάλη κρίση στο γάμο και στην οικογένεια… αλλά , όπως της είπε, τον έσωσε το γεγονός ότι μέσα από όλα αυτά, κατάφερε να δει, τη ζωή α λ λ ι ώ ς.  

«Κόντεψα να σκοτωθώ, γιατί πάντα βιαζόμουν. Όταν με ρωτούσαν «τι κάνεις;» απαντούσα «τρέχω και δεν φτάνω»..Μετά το ατύχημα, όταν μπόρεσα και ξαναπερπάτησα, άρχισα να περνάω από δω, για να ανάψω στα γρήγορα ένα κερί, πριν πάω στη δουλειά. Μια μέρα συνάντησα έναν ηλικιωμένο που καθόταν ακριβώς στο παγκάκι αυτό. Μου 'πιασε την κουβέντα, χωρίς να τον ξέρω. Όταν του είπα «καλημέρα, αλλά βιάζομαι, γιατί τρέχω και δεν φτάνω», μου είπε χαμογελώντας «γιατί μάλλον έχεις χαθεί!». Τον ρώτησα με περιέργεια, τι εννοεί. Μου απάντησε ότι όταν κάποιος τρέχει και δεν φτάνει, σημαίνει ή ότι τρέχει σε λάθος κατεύθυνση -γι' αυτό δεν φτάνει, ή ότι τρέχει χωρίς προορισμό και δεν έχει κάπου να φτάσει, ή ότι έχει χαθεί και δεν μπορεί να φτάσει… 

Όταν του εξήγησα ότι  έχω πολλά προβλήματα και ότι όλα πάνε στραβά, έκοψε αυτή τη μικρή μαργαρίτα, το χαμομηλάκι και μου είπε: 

«Το βλέπεις; Κοίτα ανάμεσα σε πόσο μεγάλα κι όμορφα φυτά ξεφυτρώνει. Κοίτα τα αναρριχόμενα, πόσο δέος σου προκαλούν– πανύψηλα. Κοίτα τις τριανταφυλλιές, σαν νύφες στολισμένες. Κοίτα την κληματαριά, τσαμπιά σταφύλια ζηλευτά. Όμως αυτό, κοίτα το..πόσο μικρό αλλά και πόσο όμορφο! Λεπτοκαμωμένα πέταλα λευκά, αγνά, καλοσχηματισμένα σαν να βγήκαν από χέρια ζωγράφου. Και η κίτρινη καρδιά του, καρπός που φτιάχνει ρόφημα..Τόσο ταπεινό, αλλά τόσο μοναδικό. 

Ετσι είσαι κι εσύ: Μ ο ν α δ ι κ ό ς. 

Απλά, δεν βρήκες ακόμη το Φως σου. Δεν στάθηκες ποτέ να το δεις, ενώ είναι μέσα σου… Γι’αυτό  τρέχεις και δεν φτάνεις…» 


Η Σοφία συνέχισε με καρφωμένο το βλέμμα στο μικρό ποτήρι και στο μικρό χαμομήλι… Που τώρα έδειχνε στα μάτια της τεράστιο, σαν ήλιος λαμπερός και φλόγα μεγάλη! 

Αυτό το μικρό, ασήμαντο και ταπεινό λουλουδάκι, που έγινε το  Φως, που η ίδια τόσο ξαφνικά συνάντησε…Και η Ανάσταση, ξεκίνησε…

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ