katarraktisvillage: Χριστούγεννα
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστούγεννα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δίπλες ! Θες δεν θες !!


Πρώτα θα σας καλωσορίσω και θα σας ευχηθώ καλό μήνα και καλά Χριστούγεννα!! και μετά βουρ στο γλυκόοοοοοο.

Και έτσι για την ιστορία, στο πρωινό των Ρωμιών της Σμύρνης τις γιορτινές μέρες, απαραιτήτως συμπεριλαμβάνονταν τα αυγοκαλάμαρα - δίπλες και οι λουκουμάδες. Το όνομά τους το πήραν από το κύριο συστατικό τους που είναι τα αυγά και από το σχήμα τους που μοιάζει με ψητό καλαμαράκι. Εκτός από τις μέρες του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, τα εορταστικά αυγοκαλάμαρα συνήθιζαν να τα φτιάχνουν καθ' όλη τη διάρκεια της Αποκριάς, ξανά και ξανά, μέχρι την Καθαρή Δευτέρα, αλλά επειδή ήταν εύκολη και αγαπημένη συνταγή, πολλές φορές συνόδευαν και το κυριακάτικο πρωινό τους. 

 Συνταγή: 

 Υλικά για τα αυγοκαλάμαρα: • μισό κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις. •   5 μεσαία αυγά • λίγο αλάτι • λίγη βανίλια • ξύσμα ενός πορτοκαλιού •   δύο κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο • μισό κουταλάκι του γλυκού   σόδα μαγειρικής • 2 κουταλιές σούπας ζάχαρη • λάδι για το τηγάνισμα   (κατά προτίμηση σπορέλαιο ή ηλιέλαιο) 

Υλικά για το γαρνίρισμα: • μέλι (κατά προτίμηση Θυμαρίσιο) • κανέλα τριμμένη • σπασμένα καρύδια (σε μέγεθος του γούστου σας) 

Υλικά για το σιρόπι: • 800 gr κρυσταλλική ζάχαρη • 800 gr νερό • χυμό ενός μέτριου λεμονιού • 2 ξυλάκια κανέλας • 50 gr μέλι 

Εκτέλεση!

Σε ένα μεγάλο δοχείο κοσκινίζουμε το αλεύρι. Ρίχνουμε το αλάτι, και ένα ένα τα αυγά. Προσθέτουμε τη βανίλια, το ξύσμα του πορτοκαλιού, τη ζάχαρη και το ελαιόλαδο. Τα ζυμώνουμε όλα μαζί και αφήνουμε τη ζύμη μας, να περιμένει για μία ώρα περίπου. 

Στο μεταξύ ετοιμάζουμε το σιρόπι μας: Σε ένα κατσαρολάκι, βάζουμε το νερό, τη ζάχαρη, το λεμόνι, την κανέλα και το μέλι, και τα αφήνουμε να βράσουν για πέντε λεπτά. 

Όταν η ζύμη μας έχει "ξεκουραστεί" αρκετά, τη χωρίζουμε σε μπαλίτσες και μία μία, τις ανοίγουμε με μια βέργα σε πολύ πολύ λεπτές πιτουλες. Κόβουμε τις πιτουλες σε λωρίδες (αν έχουμε κόφτη με δοντάκια ακόμα καλύτερα), και τις φτιάχνουμε σε σχήμα από φιογκάκι, μαντηλάκι, ή σε χαλαρό ρολό ή σαλίγκαρο κλπ. Σε ένα βαθύ τηγάνι, ρίχνουμε αρκετό από το σπορέλαιο το αφήνουμε να κάψει και τηγανίζουμε ένα ένα τα αυγοκαλάμαρα, ώσπου να ξανθύνουν. 

Όταν είναι έτοιμα, τα βάζουμε να στραγγίξουν σε ένα τρυπητό, ή ακόμα καλύτερα σε ένα δίσκο, τον οποίο έχουμε στρώσει με απορροφητικό χαρτί (χαρτί κουζίνας). Βγάζοντας τα αυγοκαλάμαρα απ' το τηγάνι, τα αφήνουμε πάνω στο χαρτί για να ρουφήξει το πολύ λάδι. 

Στη συνέχεια, μεταφέρουμε τα αυγοκαλάμαρα σε μια πιατέλα και τα περιχύνουμε με το σιρόπι που μας περιμένει έτοιμο στο κατσαρολάκι. 

Μνήμες ζωής! Φωτογραφία Πέτρος Συριγος. 


Share:

Την Πρωτοχρονιά πέρασα χάλια-πέρασα....

«Πως πέρασα την Πρωτοχρονιά» μας είπε η κυρία να αποτυπώσουμε σε μια κόλα χαρτί

Την Πρωτοχρονιά πέρασα χάλια-πέρασα.

Ο Άγιος Βασίλης δεν πρόλαβε να πάρει το δώρο μου από το click away κι έτσι μου έφερε μια σοκοφρέτα από το περίπτερο.


Το απόγευμα μπήκαμε με τους γονείς μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε να φάμε στη θεία τη Νίτσα και τον θείο τον Νίτσο (τον θείο τον Νίτσο τον λένε Μάκη αλλά όλοι τον φωνάζουν Νίτσο, γιατί η θεία η Νίτσα τον κάνει ο,τι θέλει και τον έχει σαν νίτσο).

Στο αυτοκίνητο η μαμά άρχισε να στριγγλίζει σαν τρελή, γιατί με τη μάσκα που φορούσε πασαλείφτηκε το κραγιόν της στη μούρη και έγινε σαν δράκουλας .  

Εκείνη την ώρα μας σταμάτησε ένα πυροβολικό και ρώτησε τη μαμά γιατι δεν φοράει μάσκα. 

«Άντε παραταμας κι εσυ ρε παπαρα» φώναξε η μαμά κλαίγοντας, και μετά ο μπαμπάς έβγαλε από την τσέπη του 300 ευρώ. 

«Κύριε, δεν στείλατε sms» είπε ο πυροβολικός στον μπαμπά  και ο μπαμπάς έβγαλε άλλα 300 ευρώ από την τσέπη του.

Στο δρόμο, ο μπαμπάς θυμήθηκε ότι ξέχασε το κουτί με τις πάστες στο σπίτι. Τότε σταματήσαμε στο Σύνταγμα και ο μπαμπάς έβαλε στο αυτοκίνητο μια ζαρντινιέρα με κάτι περίεργα φυτά, για να τα πάμε δώρο. 

Στο δρόμο, εφαγα λίγα φυτά από τη ζαρντινιέρα, για να δω πως είναι να τρως φυτά από τη ζαρντινιέρα. 

Όταν φτάσαμε στους θείους, τρέξαμε γρήγορα-γρήγορα να φάμε, γιατί στις 10 θα έπρεπε να έχουμε γυρίσει σπίτι μας.



 Αλλιώς, θα μας έβαζαν φυλακή. Ή θα μας πυροβολούσαν. 

Ο μπαμπάς έτρωγε τόσο γρήγορα, που του στούμπωσε ένα μπούτι χοιρινό στο λαιμό και έγινε κόκκινος σαν πιπεριά. 

Εγώ δεν πεινούσα γιατί είχα φάει τη σοκοφρέτα και την πρασινάδα, αλλά η θεία Νίτσα επέμενε. Μόλις έφαγα μια μπουκιά ρώσικη, μου ήρθε ανακατωσούρα και έκανα εμετό.

«Παναγιά μου, η μικρή είναι κοβιντιασμένη» φώναξε η θεία Νίτσα και άρχισε να πασαλείβετε με αντικοβικό και να τρέχει μέσα-έξω σαν παλαβή.  

Ο θείος Νίτσος, έκοψε στα γρήγορα τη βασιλόπιτα και άρχισε να μας πετάει από την κουζίνα ένα-ένα τα κομμάτια, για να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Εμείς τρέχαμε πέρα-δώθε για να τα πιάσουμε.

«Ευτυχώς που βγήκε το εμβόλιο και θα ησυχάσουμε» είπε ο μπαμπάς και έκανε ένα ψηλοκρεμαστό μπλονζόν για να πιάσει το κομμάτι του.

«Εγώ δεν τα μπιστέβω αυτά τα πράματα που θέλουν να μας βάλουν στα εντόσθιά μας» είπε η θεία Νίτσα, και ίσιωσε τα καινούργια βυζια που είχε βάλει στα βυζιά της.

«Ούτε κι εγώ τα μπιστέβω. Θέλουν μας βάλουν ζιπ για να ελέγχουν την τράπουλα» είπε κι ο θείος ο Νίτσος που είχε πτυχίο στην πρέφα. 

Ο μπαμπάς ξαναέγινε κόκκινος σαν πιπεριά, η μαμά έβαλε βιαστικά στη τσάντα της τις πίτες και εγώ έκανα έναν ακόμα εμετό. Μετά έγινε καυγάς και μετά κλωτσομπουνίδι.  Μετά, φύγαμε.

Στην επιστροφή μας σταμάτησαν πάλι τα πυροβολικά.

Με τον καυγά στο σπίτι, ο μπαμπάς και η μαμά ξέχασαν να στείλουν μήνυμα πριν φύγουμε.

«Άντε γ-μπιπ κι εσύ ρε μ-μπιπ» είπε ο μπαμπάς, αυτή τη φορά πιο κόκκινος κι από πιπεριά.

Η μαμά πλήρωσε 300 ευρώ για το πρόστιμο του μπαμπά και 300 ευρώ για το δικό της.

«Με τόσα λεφτά που πληρώσαμε σήμερα σε πρόστιμα, θα χαμε πάει στο Ντουμπάϊ» είπε ο μπαμπάς. 

Η μαμά έβγαλε την πίτα και τη φάγαμε.

Το φλουρί ήταν στο κομμάτι του μπαμπά.

Φαίη Κοκκινοπούλου ηθοποιός.

Share:

Βγες έξω, γιαγιά… Συλλαμβάνεσαι! είχε ζωστεί με την ποδιά της παράδοσης...

Άκουγε τα κάλαντα φέτος από το ραδιόφωνο. Από την κουζίνα που ήταν το απόλυτο βασίλειό της. 

Παραμονή μιας διαφορετικής Πρωτοχρονιάς. 

Είχε αφήσει πίσω αρθριτικά και πόνους, είχε ζωστεί με την ποδιά της παράδοσης και σιγοτραγουδούσε κάλαντα και αμανέδες.

Μυσταγωγία γιορτινή. Κι οι νότες από το μαραμένο στόμα της έβγαιναν γλυκές και παραπονεμένες… Λιγωμένες από τα σιρόπια, τη μαστίχα, το μαχλέπι, το κύμινο, την κανέλα.

Γιατί ο νους και η καρδιά γύριζαν πίσω στις ξεχασμένες πατρίδες που τέτοιες μέρες ζωντάνευαν μέσα από θύμησες, πρόσωπα, γιορτινά τραπέζια, ανταμώματα και μοσχοβολιές.

Σήμερα θα μ’ αφήσετε να μαγειρέψω εγώ… Λίγοι αλλά καλοί θα είμαστε το βράδυ, να φάμε τα φαγητά τα δικά μας, τα πολίτικα, τζάνουμ, να θυμηθούμε τις ρίζες μας, είπε στην κόρη της.

Η κόρη την κοίταξε με ένα ύφος μεταξύ χαμολεγου και απορίας

Μέχρι το βράδυ το τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο όπως τότε, όπως μολογούσε η δική της μάνα. Πάνω στο άσπρο λινό τραπεζομάντηλο με τις κεντημένες πετσέτες άστραφταν τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια.
 Και στη μέση απλωμένες οι πορσελάνινες πιατέλες με τα εδέσματα. Μοσχοβολούσαν τα ντολμαδάκια, το τας κεμπάπ με το ρύζι και το κουκουνάρι, η τηγανιά, ο κόκορας ο κοκκινιστός.

Στην απέναντι πλευρά πάνω στον σκαλιστό μπουφέξεχείλιζαν οι ζωγραφισμένες φαγιάντσες από το εκμέκ κανταΐφι, τους κουραμπιέδες, τον μπακλαβά, το καζάν ντιπί. 
Και στη μέση του δέσποζε η βασιλόπιτα με τον δικέφαλο αητό, στολισμένη με ζαχαρωμένες γιρλάντες.
Να μην ξεχάσουμε ένα ρόδι, να το βάλουμε στο τραπέζι για να το σπάσουμε αύριο μετά την εκκλησία. Για το καλό, έκανε η γιαγιά.

Μάνα, φέτος δεν μπορούμε να πάμε εκκλησία, οι απαγορεύσεις είναι για όλους. Άντε, άναψε τα φώτα και πήγαινε να ντυθείς. Και κοίτα, βάλε το καλό σου βελούδινο φόρεμα και τα μαύρα τα γοβάκια. Α, και μην ξεχάσεις, στην άκρη του τραπεζιού βάλε και το αντισηπτικό, της θύμισε η κόρη της.

Αυτό της χάλαγε την ατμόσφαιρα. Άκου αντισηπτικό δίπλα στα καλούδια τα ευωδιαστά που μαγείρευε δυο μέρες! Αλλά «ας όψεται η παλιοκατάσταση», μουρμούρισε μέσα από τη μασέλα της.

Στις εννιά ακριβώς χτύπησαν οι διπλανοί τους το κουδούνι. «Χρόνια πολλά και του χρόνου καλύτερα»! Μπήκαν στο σαλόνι κρατώντας αποστάσεις, χωρίς χειραψίες, φιλιά κι αγκαλιάσματα. 
Ευχές «στην ψύχρα», που έλεγε κι η γιαγιά. Κάθισαν χαρούμενοι στο τραπέζι κι έβαλαν κρασί να τσουγκρίσουν. Από εκείνο το ροζέ, το ημίγλυκο που ανάσταινε και αποθαμένους. Δεν είχαν προλάβει να δοκιμάσουν τους ντολμάδες, όταν χτύπησε το κουδούνι. «Η αστυνομία», είπε ο πατέρας σιγά, κοιτώντας από το ματάκι και μέτρησε κεφάλια.

-Γρήγορα, γιαγιά, στην αποθήκη, είμαστε δέκα νοματαίοι, θα μας γράψουν με πρόστιμο.

Την έκλεισαν στο δωματιάκι που μύριζε σκόρδα, απορρυπαντικά, λάδι. «Εγώ, που τους μαγείρευα όλη μέρα…», είπε και την πήρε το παράπονο. «Αλλά καλύτερα, είναι κι ευκαιρία να βγάλω τα γοβάκια που με χτυπάνε και να βάλω τις παντόφλες μου».

-Χρόνια πολλά σας, μία αυτοψία κάνουμε για το καλό, είπαν ευγενικά οι δύο αστυνομικοί. Μετά από λίγο έκαναν να φύγουν.

-Μια στιγμή, είπε ο νεότερος. Στο τραπέζι υπάρχει ένα σερβίτσιο που περισσεύει. Μήπως κρύβετε κανέναν;

-Κανέναν αγαπητέ μου… είναι για τον Άη-Βασίλη, είπε ο οικοδεσπότης ετοιμόλογα. Καλή χρονιά να έχετε, τους ευχήθηκε και τους ξεπροβόδισε.

Η γιαγιά σε λίγο έβγαλε το κεφάλι της από την αποθήκη και ξανακάθισε στο τραπέζι μουτρωμένη. Κι ενώ έπεσαν όλοι με τα μούτρα στο ψητό, εκείνη έσβησε το παράπονό της μέσα στο κρασί. Και όταν η γλώσσα της λύθηκε, γύρισε πίσω, σε εκείνον τον χαμένο παράδεισο…

«Τέτοιο βράδυ», έλεγε η μάνα μου, «στο σπίτι μας ήταν καλεσμένος όλος ο αρχοντομαχαλάς. Οι άντρες ντυμένοι με τα επίσημά τους και το ρολόι το χρυσό που κρέμονταν πάντα από την αλυσίδα. Και οι γυναίκες ντυμένες με τα φορέματα τα μεταξωτά, τις δαντέλες και τα γοβάκια τα πλουμιστά. Το τραπέζι μας πλούσιο, πέρα ως πέρα γεμάτο με όλα τα καλά. Κι ύστερα, αφού τρώγαμε, αρχίζαμε τα τραγούδια… Το γλέντι κρατούσε μέχρι πρωίας.
Χρόνια μετά τον ξεριζωμό, όταν οι γονείς μου ήρθαν πρόσφυγες εδώ, εγώ το έσκαγα από το κρεβάτι, μετά τις δώδεκα που άλλαζε ο χρόνος κι έμπαινα κρυφά κάτω απ’ το τραπέζι για να ακούω τις περιπέτειεςτης οικογένειας. 
Ιστορίες που με αποκοίμιζαν γλυκά και με έκαναν να ονειρεύομαι. Στον τόπο εκείνον που είχαν ζήσει τόσο όμορφα αλλά είχαν υποφέρει και τόσο…».

Από τα υγραμένα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ. Κι από τα χείλη της βγήκε ένας καρσιλαμάς κι ένας καημός βαθύς…

«Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό, ήρθ’ ένα κορίτσι φως μου δώδεκα χρονών…». Η φωνή της έσπαζε κάθε τόσο, όταν το μεράκι αντάμωνε με έρωτες λησμονημένους από την αχλή του χρόνου…

… «Εμένα δε με μέλλει, πως αγαπάς αλλού/ φοβούμαι μη σου πάρουν τη γνώμη και το νου…/Κι από λίγο, λίγο, κι από λίγο λίγο γίνεται πολύ…».

Και δος του κρασί και δος του μεζέδες. Ώσπου η γιαγιά η λεβέντισσα μεράκλωσε κι ήρθε στο τσακίρ κέφι.

-Άιντε όπλες! Και του χρόνου καλύτερα, φώναζε και τσούγκριζε το ποτήρι της.

-Σεμνά, μάνα, τη συγκράτησε η κόρη. Θα μας καταγγείλουν οι γείτονες, υπάρχουν αυστηρά μέτρα γι’ απόψε.

Δέκα λεπτά πριν μπει ο νέος χρόνος χαμήλωσαν τα φώτα. Κι εκεί απάνω στα κανταΐφια και στο καζάν ντιπί, ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ο πατέρας πήγε ν’ ανοίξει ενοχλημένος:

-Μας κατήγγειλαν οι γείτονες ότι έχετε τρικούβερτο γλέντι απόψε… Ο κορονοϊός τρίβει τα χέρια του στο συνωστισμό, είπε με σοβαρότητα ο αστυνομικός.
Άνοιξαν τα φώτα και κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους. Η γιαγιά είχε εξαφανιστεί.

-Περάστε, αγαπητοί μου, να σας κεράσουμε, είμαστε νομοταγείς, η τηλεόραση έχει τα γιορτινά της απόψε…, τα μπάλωσε η κόρη.

-Ευχαριστούμε, αλλά έχουμε πολλή δουλειά ακόμα, είπε χαμογελώντας ο μεγαλύτερος κι έκαναν να φύγουν.

-Μια στιγμή, είπε πάλι ο μικρότερος, βλέπω κάτι περίεργο κάτω από το τραπέζι…

Κάτω από το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο πρόβαλαν αραγμένα τα στρουμπουλά πόδια της γιαγιάς με τις καφέ τσόχινες παντόφλες. Η γιαγιά ανασηκώθηκε κι άρχισε να σιγοτραγουδά, σα να μη συμβαίνει τίποτα.

… «Χθες το βράδυ Χαρικλάκι, είχες πάλι τ’ οργανάκι/ και γλεντούσες μ’ έν’ αλάνι κάτω στο Πασαλιμάνι…».

Είχε σουρώσει για τα καλά.

-Βγες έξω, γιαγιά… Συλλαμβάνεσαι! Για παραπλάνηση της αρχής και για διασπορά του ιού γιατί τραγουδάς χωρίς μάσκα! της είπε αυστηρά ο αστυνομικός.

Απτόητη η γιαγιά. Δεν είχε χάσει ούτε στιγμή τη σπιρτάδα της.

-Δε μου λες κυρ αστυνόμε, πόσα άτομα είδες να κάθονται στο τραπέζι; Εννιά. 
Για τους αποκάτω δεν υπάρχει …νόμος! Άιντε, τζιέρι μου, ελάτε να σας κεράσω, μπαίνει ο καινούριος χρόνος.

Τι να πουν κι οι αστυνομικοί… Τρεμούλιασαν τα μουστάκια τους κάτω από τις παραδοσιακές μυρωδιές, γέλασαν μέχρι δακρύων με την καπατσοσύνη της Σμυρνιάς.

-Πες μας, γιαγιά, ένα τραγούδι ακόμα και σου χαρίζουμε και το πρόστιμο, έκαναν δήθεν αυστηρά.

Κι η γιαγιά συνέχισε το τραγούδι της …«Θα σπάσω κούπες, για τα λόγια που’ πες/ και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια, ωχ αμάν, αμάν…». Ύστερα άνοιξε το παράθυρο να μπει ο νέος χρόνος,ενώ έξω έριχναν βαρελότα.

«Χρόνια πολλά, παιδιά μου, καλά μπερεκέτια με τη νέα χρονιά», τους ευχήθηκε και τους ξεπροβόδισε. «Καλή χρονιά!». Την πήραν ύστερα σηκωτή και την έβαλαν για ύπνο

Μαζί με Zωή Καλαφάτη και larissanet



Share:

Τα Χριστούγεννα τση Φραζεσκίνας, Φολέγανδρος 1950: Κατερίνα Μαρινάκη

Απάνω Μεριά Φολεγάνδρου, δεκαετία 1950, παραμονές Χριστουγέννω. 

Η νεαρή Φραζεσκίνα είχενε μεγάλη χαρά που ηκοντεύγανε κι εφέτι τα Χριστούγεννα κι ας είχανε ποσό δουλειές, που ήπρεπενε να γίνουνε μέχρι την ημέρα του Χριστού. Ματζί με τη μάνα της, την κερα-Κατερίνα, εν καταλαγιούνε καθόλου, είν’ και μεγάλο το σπίτι βλέπεις, στον Ελεήμονα, στο κέντρο του χωριού κι ήπρεπενε να ‘ναι όλντα όπως πρέπει.

 Οι καθαριότητες ξεκινούνε από το Σαραντάμερο, έχουνε να καθαρίσουνε και να γαλαχτίσουνε τα χαμηλντά του σπιτιού και τσι γύροι, που λερώνουνται με τσι σκούπες και τα σκουπίσματα και γαλαχτίντζουνται όλντη την ώρα, γιατί το καλό γαλάχτισμα, μέσα κι όξω σι αυλές και σι θεμωνιές γίνεται για το Πάσκα, που μπαίνει κι η εικόνα τση Παναγιάς σ’ όλντα τα σπίτια. Εν ήτανε όμως μόνου τα του νοικοκεριού, είχανε και τσ’ αγροτικές δουλειές. Ακόμα καλά-καλά εν είχανε τελειώσει με τσ’ ελκιές και πολλές φορές ησυνεχίντζανε και μετά τσι γιορτές.

 Ο πατέρας ση, ο μπαρμπα-Τζαννάκης, είχενε και τα τζευγάρια, αλλά και τσι γέννες τω τζωντανώ. Τα τζα που ηγεννούσανε ήπρεπενε να ‘χουνε πάει σε χωράφι που να’ χει και γκέλες, για να μπούνε τα μικρά ριφάκια και τ’ αρνάκια και ήπρεπενε να πηαίνει δυο φορές την ημέρα, πρωί-βράδυ, ο πατέρας ή ο αδερφός ση για να τα ταΐσουνε, αλλκιώς μοναχά τονε δεν ημπορούσανε να βυζάξουνε από τη μάνα τονε και θα ψοφούσανε.

Την προπαραμονή τω Χριστουγέννω σφάντζουνε το χοίρο τονε, που τονε ταΐντζανε όλντο το χρόνο με τα ποφάγια του σπιτιού και πίτερα. Μεγάλο πανηγύρι ετούτο δα, γλέντι σωστό, η Φραζεσκίνα το περίμενενε πώς και πώς. Από τα χαράματα εκείνη την ημέρα τηνε ξυπνούσανε κάθε χρόνο οι φωνές τω χοίρω.

 Μαντζεύγουντε και σφάντζουνε όλντοι μαντζί με τσι θείοι τση, τα αδέρφκια του πατέρα τση και όλντο το τραβάγιο γίνεται στο λιοτρίβι τονε, το οικογενειακό, από τον πάππου τση. Εκεί δα μέσα, λοιπό, έχουνε όλντες τσι βολές, σφάντζουνε ένα-ένα τσι χοίροι, ένα κάθε φαμίλιας, βράντζουνε νερά στα καζάνια, γεμίντζουνε τσι γάστρες του λιοτριβιού και μαδούνε τα σφαχτά. Ήτανε μαντζεμένες οι ξαδέρφες και οι θείες και με χαρές και γέλια πολεμούνε όλντες μαντζί τ’ άντερα, να καθαριστούνε και να πλυθούνε. Το βράδυ, όλντοι μαντζί πάλι τρώνε και πίνουνε, όσοι νηστεύγουνε τρώνε σαρακοστιανά, αλλά όσοι πασκάντζουνε τρώνε τηανιτό το συκώτι του χοίρου και πίνουνε ντόπιο κρασί. Μετά τη νηστεία του Σαρανταμέρου τονε φαίνεται λουκούμι, αλλά και όλντα τα υπόλοιπα που τοιμάντζουνε οι νοικοκερές με το χοιρνό, όλντα ένα κι ένα είναι!

 Την παραμονή ήπρεπενε να κοπεί ο χοίρος, που τον είχανε φήκει κρεμασμένο να στραγγίσει όλντο το αίμα του. Η Φραζεσκίνα τη χαρά τση, γιατί ήπρεπενε να γυρνά όλντη μέρα από σπίτι σε σπίτι να πηαίνει κρέατα για πεσκέσι σε γιαγιάδες, νονές, στο δάσκαλο του χωριού, αλλά και σι φτωχοί, που εν είχανε δικό τονε χοιρνό.

 Το βράδυ, πριν το σκοτείνιασμα, ήπρεπενε να μπανιαριστούνε και να κοιμηθούνε νωρίς, γιατί κατά τσι τρεις το ξημέρωμα ηθα σηκωθούνε για να πάνε στη λουτρουγιά τω Χριστουγέννω, που κοινωνούνε κιόλας κάθε χρόνο. Παίρνουνε μαντζί τονε και μιαν εικόνα από το εικονοστάσι τονε και τηνε φήνουνε μέχρι την Πρωτοχρονιά στην εκκλησιά, να λουτρουγηθεί κι αυτή και να γυρίσει αγιασμένη στο σπίτι. Αυτή θα κάμει το ποδαρικό, θα τηνε βάλουνε μπροστινή μέσα κι από πίσω όλντοι οι επιδέλοιποι του σπιτιού και τηνε γυρνούνε σ’ όλντα τα δωμάτια, για να ‘χουνε καλή κι αγιασμένη χρονιά.


Ανήμερα τω Χριστουγέννω, με το γύρισμα από την εκκλησιά τα ξημερώματα, τρώνε το βραστό σούπα, με φιδέ δικό τονε, σπιτικό. Βράντζουνε τα κόκκαλα του χοιρνού, που τα ψαχνά του τα βαστούνε για τσ’ άλλες ετοιμασίες. Και τι δεν πολεμούνε! Σύγλινα, λουκάνικα, ντζηλαδιά, χαράματα, ματιές, τίοτις δε φήνουνε να πάει του κάκου. Και πρέπει να βιαστούνε, να τηανίσουνε και λίο συκώτι για το μεσημέρι, που θα ποφάνε και το βραστό και να τοιμαστούνε να πάνε τ’ απόγεμα και στην Παναγιά στο Νησί, που γιορτάντζει. 

Τ’ άντερα του χοίρου τα κάνουνε λιαστά και τα τρώνε τηανητά μ’ αυγά, ακόμα και το αίμα που τρέχει από το λνταιμό του, μετά το σφάξιμο, το μαντζεύγουνε σε μια λεκάνη, αυτό πήτζει σε λιγάκι, το τηανίντζουνε κι είναι σα συκώτι τηανητό. Μα και τη φούσκα του τηνε φουσκώνουνε και την κάνουνε μπάλα, για να παίντζουνε τα παιδιά, που τι παιχνίδια άλλντα να ‘χανε; 

H Φραζεσκίνα σκέβγεται τη χαρά του αδερφού τση, για κάτι τέτοιοι μποναμάδες και γελά μοναχιά! Η μέρα του Χριστού, λοιπό, είναι από τσι πιο δύσκολες, πρέπει να γίνουνε όλντα για να μη χαλάσουνε, τρίτη μέρα πια που ο χοίρος έχει σφαχτεί.  Για τα σύγλινα μάνα και κόρη κόβγουνε το χοιρνό μικρά κομματάκια, τα βάνουνε μες στο χαρανί, τα αλατίντζουνε, τονε ρίχτουνε πιπέρι και τ’ άλλντα μπαχαρικά και τα φήνουνε να μαερευτούνε καλά, να τηανιστούνε μες στη γλίνα τονε. Φκιάχνουνε ποσά, γιατί τα βαστούνε μέχρι τα τέλη τσ’ Αποκριάς και τα τρώνε μαζί μ’ ένα σωρό φαγιά για ξενόστισμα. 

Τα θες τηανητά μ’ αυγά, τα θες σάρτσα τω μακαρονιώ, με μπελτέδες που ηφκιάχνανε ποσά το καλοκαίρι ή τα θες -το αγαπημένο τση Φραζεσκίνας- με πατάτες τηανητές και χόρτα βραστά, ραδίκια, γαλατσίδες, τσόχοι, αλιβάρβαροι, ό,τι ηβρίσκανε, με μπόλικο λεμόνι και ψωμί ψημένο στη φουφού. Άμα, λοιπό, τοιμαστούνε όλντα τα σύγλινα τα βάνουνε σε βάντζα, ρίχτουνε κι άλλντα μπαχαρικά, πιπέρι, μπαχάρι και κανέλντα κοπανισμένη και τα φήνουνε να πήξει η γλίνα τονε κι έτσι δα να μη χαλούνε. 

Απ’ όλντες τσι διαδικασίες του χοιρνού τση Φραζεσκίνας τση ρέσει πιο πολύ να βλέπει πώς κόβγει η μάνα τση το γκιμά, για λουκάνικα, για γιουβαρλάκια ή για κεφτέδες. Εκείνοι οι κεφτέδες! Τραγανοί-τραγανοί και καλοτηανισμένοι, λες και τση φωνάντζανε σκεπασμένοι μες στη λεκάνη κι όλο ήρπανε κι από κανένα στα κρυφά! Η μάνα τση τσ’ ήβανενε μέσα στη γκάμαρή τση, σε μέρος δροσερό, αν και με τέτοιο μπανιγιέρι όλντα μέσα στο σπίτι ηκουνιούντανε! 

Πού να βρεθεί η τζέστη; Τα γιουβαρλάκια ήπρεπενε να τα μαερέψουνε κι εκείνα γλήορα, να μη βρωμέσει ο κιμάς, κι ήπρεπενε και να τα φάνε μέσα σε μια δυο μέρες, γιατί ε βαστούνε τέτοια φαγιά για πολντύ, είναι πίντζηλα, όσο κρύο κι αν ήκανενε. Για να κόψει, λοιπό, το γκιμά που ηλέαμε, η κερά-Κατερίνα παίρνει δυο μαχαίρια καλοκονισμένα και πάνω στο πλαστήρι τση κόβγει το κρέας ψιλό-ψιλό, όσο πιο μικρά κομματάκια μπορεί, δουλεύγοντας τα μαχαίρια παράλληλα και αντίθετα το ένα από τ’ άλλντο, το ένα δεξιά, τ’ άλλντο αριστερά. 

Για να κάμει τα λουκάνικα βάνει σε μια μεγάλη λεκάνη το γκιμά, ρίχτει μέσα λίο κρασί, γλυκάδι, αλάτι και κοπανισμένα μπαχαρικά, τ’ ανακατεύγει καλά και γεμίντζει τ’ άντερα του χοίρου με μια μικρή πύργια, με φαρδύ στόμα. Τα δένει με σπάγγο κάθε μιαν απιθαμή, για να ξεχωρίντζουνε τα λουκάνικα και μετά η Φραζεσκίνα τηνε βοηθά, τα περνούνε σε καλάμι και τα κρεμνούνε στον ήλιο για να τρέξουνε τα τζουμιά τονε και να στεγνώσουνε. 

Τα επιδέλοιπα άντερα και τη γκοιλιά του χοίρου τα γεμίντζουνε με ρύντζι, κρομμύδι, κουδούμεντο, κοπανισμένα μπαχαρικά και σταφίδες και τα κάνουνε ματιές, που τσι βράντζουνε κι ύστερις τσι τηανίντζουνε με γλίνα. Φαΐ τρέλντα, που τελευταία φορά το τρώανε πια στα τέλη τσ’Αποκριάς. Κάτω-κάτω στο τσικάλι, που τα βάνουνε με αλάτι για να μη χαλάσουνε -κι η τελευταία που βγαίνει κάθε χρόνο-, είναι η κοιλιά του χοίρου.

Κάνουνε και τη ντζηλαδιά, βράντζουνε τη γκεφαλή του χοίρου και μετά τηνε ξεψαχνίντζουνε και μοιράντζουνε τα ψαχνά τση σε κουπάκια γάστρινα κι εμαγιέ. Αποπάνω τονε ρίχτουνε, να τα σκεπάσει καλά, το τζήλο, το τζουμί που ήβρασενε η κεφαλή με μπόλικα μυρωδικά, γλυκάδι και λεμονάκι, αλλά και μπόλικια τζαφορά, για να του δώκει ωραίο κίτρινο χρώμα. Το πιο καλό κομμάτι τσι ντζηλαδιάς, που ηκυνήανε πάντα η Φραζεσκίνα, ήτανε τ’ αυτί του χοίρου, τραγανό-τραγανό και νόστιμο!

Πολντύ νόστιμα είναι και τα χαράματα, που γίνουνται με μεγάλα κομμάτια από το πετσί του χοίρου με όλντο του το λίπος και λία μόνου ψαχνά απάνω του. Τα χαράντζουνε και τα βάνουνε σε κουρούπια, στρώσες-στρώσες με χοντρό αλάτι, που το μαντζεύγουνε το καλοκαίρι από τσ’ αλατσαριές και βαστούνε κει δα μέσα ως το Πάσκα. Κάτω-κάτω στο κουρούπι βάνουνε την ουρά του χοίρου. 

Άμα θένε να τα μαερέψουνε τα βάνουνε αποβραδίς στο νερό να ξαρμυρίσουνε και τα τηανίντζουνε με κρομμύδια ή άλλντη φορά πάλι τα κάνουνε γιαχνί με πατάτες ή με πιλάφι ή με μακαρόνια ματσάτα. Το καλό τση όμως τση Φραζεσκίνας είναι άμα περνούν το χάραμα στη σούβλα και το ψήνουνε πάνω στα κάρβουνα τση παροστριάς. Λειώνει τσιδά το πολντύ  πάχος του και γίνεται λουκούμι.

Μέρες πολεμούνε με τα χοιρνά και εν τελεύγουνε! Κάνουνε και γλίνα για να νοστιμίντζουνε τα φαγιά και τα γλυκά -βουτύρατα άλλντα βλέπεις εν είχανε-, αλλά τηνε τρώνε και στο ψωμί τονε, κάνουνε τσιαρίδες -τα ψιλά κομμάτια του τηανισμένου πάχους που πομένουνε μες στο τηάνι, άμα πάρουνε τη γλίνα-, ακόμα και χοιρομέρια καπνιστά κάνουνε, που τα πηαίνουνε στη θάλασσα ύστερις να τα πλύνουνε να τονε φει η κάπνα.

Εκεί όμως που η Φραζεσκίνα παίρνει το πάνω χέρι στην κουζίνα είναι τα γλυκά. Βέβαια, για τα Χριστούγεννα με τσι τόσες δουλειές, εν ηπρολάβενενε κανείς να κάμει πολλντά πράματα, αλλά για την Πρωτοχρονιά πολεμά μέχρι την παραμονή. Και τι εν κάνει. Μπουρεκάκια, μακαρόνες, ξεροτήανα, κουλντούρες με πολλντά σκέδια και στρινάκια, που τα δίνουνε πεσκέσι σι μικροί, μέρες που ‘ναι. 

Για τα μπουρεκάκια η Φραζεσκίνα ανεί φύλλντο ψιλό-ψιλό, το κόβγει στρογγυλό με τροχουδάκι και μ’ ένα μεγάλο ποτήρι ή πιατάκι για οδηγό, γεμίντζει το δισκάκι με καρύδια, αμύγδαλα, μυρωδικά και μέλι, τα κλείνει και τα κολλντά καλά να μην ανοίουνε. Άμα ψηθούνε τονε βάνει απόξω ζάχαρη κοπανισμένη. 

Για τσι μακαρόνες πάλι κάνει μια τζύμη σαν τα μελομακάρονα, τηνε δουλεύγει να γίνει σαν κορδόνι, τηνε κόβγει σε κομμάτια, τηνε κυλά πάνω σ’ ένα πιατάκι με ξόμπλια για να ‘χει σκέδια και τηνε τηανίντζει. Με μπόλικο μέλι και σισάμι είναι το μόνο γλυκό που υπάρχει σε όλντα τα σπίτια και για του Χριστού και βέβαια για την Πρωτοχρονιά. Πρέπει βλέπεις να τα ‘χουνε όλντα μπόλικα και για τσι επισκέψες, αλλά και για τσι καλαντάρηδες, που βγαίνουνε αργά το βράδυ την παραμονή τση Πρωτοχρονιάς  και γυρνούνε σπίτι-σπίτι με βγιολγκιά και τσαμπούνες.

 Άμα τελέψουνε τα κάλαντα λένε και ρίμες για τσι νοικοκυραίοι και κείνοι τονε δίνουνε λεφτά και τσι τρατέρουνε μεντζέδες, κρασί και κουλντούρες, που τσι περνούνε με σπάγγο στο χέρι ή στο λταιμό τονε. Άμα ε λιβάρουνε να τα πούνε σ’ όλντα τα σπίτια αποβραδίς πηαίνουνε και την άλλντη μέρα. Τα Χριστούγεννα επά στο χωριό μας ε λένε κάλαντα, γιατί είναι όλντοι κουρασμένοι με τα σφαχτά και τσι ετοιμασίες. Μα τσι Πρωτοχρονιάς, που ‘ναι ντόπια και πολλντά, σαν τα Φωτοκάλαντα, εν υπάρχει σπίτι που να πομείνει χωρίς να τα κούσει.

Βασίλη από πού έρχεσαι και δε μας καταδέχεσαι

κι από πούθε κατεβαίνεις και δε μασε συντυχαίνεις.

----------

Κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε τα πάθη σου να πεις,

κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.

----------

Κι απάνω στο παράθυρο γαρουφαλλάκι πράσινο,

κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα.

---------

Τούτα δα σας λέμε μόνου καλά να ‘στε και του χρόνου,

καλά να ‘στε και του χρόνου τούτα δα σας λέμε μόνου.

 

 

 Κατερίνα Μαρινάκη : Δημοσιογράφος - Λαογράφος (Msc)


Γλωσσάρι

αλατσαριές = αλατότοποι

βγιολγκιά = βιολιά

γαλάχτισμα = άσπρισμα με ασβέστη

γάστρες = οι μεγάλες πήλινες λεκάνες του λιοτριβιού, σαν κομμένα κουρούπια, με 2 «αυτιά» για να μεταφέρονται εύκολα

γκέλες = μικρά μαντράκια για τα νεογέννητα ζώα, που υπήρχαν σε συγκεκριμένα χωράφια κάθε αγρότη

γλυκάδι = ξύδι

γύροι = η ασβεστωμένη γραμμή που χωρίζει τον τοίχο από το τσιμεντένιο πάτωμα, την πάτωση

επιδέλοιποι = υπόλοιποι

θεμωνιές = το αγροτικό σπίτι με όλα τα βοηθητικά του κτίσματα

καταλαγιούνε = καταλαγιάζουν

κουδούμεντο = μαϊντανός

κουλντούρες = κουλούρες, στρογγυλού σχήματος μεγάλα κουλούρια με σουσάμι και γλυκάνισο, απαραίτητα για το πρωινό των Φολεγανδρίων

κουρούπια, λεκάνες = πήλινα οικιακά σκεύη

λιβάρουνε = προλάβουνε

λουτρουγιά = λειτουργία

μακαρόνες = είδος τηγανητών μελομακάρονων

ματιές = γεμιστά έντερα

ματσάτα = χειροποίητα φρέσκα μακαρόνια, σαν λαζανάκι

μπανιγιέρης = αέρας που μπαίνει από παντού

ντζηλαδιά = πηχτή με χοιροκεφαλή

πάει του κάκου = πάει χαμένο

παροστριά = τζάκι για το μαγείρεμα

πασκάντζουνε = τρώνε πασχαλινά φαγητά

πίντζηλα = ευαίσθητα, εύθραυστα

πίτερα = πίτουρα, ζωοτροφή

πλαστήρι = ξύλινη επιφάνεια για το άνοιγμα φύλλου

πολεμούνε = ασχολούνται, κάνουν

ποσά = μεγάλες ποσότητες

πύργια = χωνί

ρίμες = είδος μαντινάδων

στρινάκια = κουλούρια -παραλλαγή της κουλούρας- σε διάφορα σχέδια, που τα έδιναν ως δώρο τις γιορτινές ημέρες π.χ. οι νονές στα βαφτιστήρια τους

τζαφορά = ζαφορά, κρόκος, σαφράν

τζευγάρι = όργωμα

τζωντανά, τζα = ζώα

τραβάγιο = πολλές δουλειές

τρατέρουνε = κερνούν

εφέτι = φέτος

φούσκα = ουροδόχος κύστη

χαράματα = παστό χοιρινό

 Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!

Share:

Θυμάμαι πάντα την 24η Δεκεμβρίου: Χριστουγεννιάτικη Ιστορία Ν7


Θ
υμάμαι πάντα την 24η Δεκεμβρίου..Κάθε χρόνο ήταν η ίδια. Ξυπνούσαμε νωρίς, μαζευόμασταν όλη η οικογένεια μπροστά στο τζάκι και τρώγαμε πρωινό. 
Μοσχομύριζε ζυμάρι παντού. Ωτία, πιροσκί και γιοχάδες με τυρί ,που άχνιζαν και γαργαλούσαν τις μύτες μας! 
Ακούγαμε τραγούδια και τις αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων μας.
 Αργότερα, συναντιόμασταν με τους φίλους μας για παιχνίδι και βόλτα. Κάποιοι είχαν ξεκινήσει από νωρίς τις επισκέψεις σε σπίτια φίλων και συγγενών.
 Γύρω στο μεσημέρι βάζαμε τα καλά και ζεστά μας ρούχα και ετοιμαζόμασταν για την πιό ωραία ασχολία των ημερών εκείνων. 
Τα κάλαντα. "Χριστός 'γεννέθεν, χαρά 'σον κόσμον.." Ξεκινούσαμε με το φως του ήλιου και μας έβρισκε το "φέγγον". 
Επισκεπτόμασταν κάθε φιλικό και μη, σπιτικό. Συντροφιά μας η ποντιακή λύρα, το νταούλι και ένα καράβι στολισμένο που έριχνε ο καθένας τον όβολό του,ότι μπορούσε και διέθετε.
 Τα χρήματα που συγκεντρώναμε τα διαθέταμε στον Σύλλογο μας, για τις ανάγκες και το φιλανθρωπικό έργο του. Πληθώρα τα κεράσματα και τα γλυκά. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες,δίπλες και σοκολατάκια. 
Οι τσέπες μας ήταν γεμάτες καραμέλες και λιχουδιές. Γέλια, φωνές, μουσική και χαρούμενα πρόσωπα. 

Οι ώρες περνούσαν χωρίς να το καταλάβουμε. Δεν υπήρχε κούραση, παρά μόνο πολλή διάθεση και αστείρευτη ενέργεια. 
Ο κάθε σπιτονοικοκύρης μας άνοιγε το σπίτι του και την καρδιά του.
 Μοιραζόταν μαζί μας τη χαρά του, φυσικά και τον χορό που στήναμε(όπου μας επιτρεπόταν). 

Οι καρδιές όλων μας χτυπούσαν δυνατά. Δεν θέλαμε να τελειώσει η ημέρα. Κι όμως τελείωνε.. αλλά δίναμε το ραντεβού μας στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς! 
Γεμάτη αναμνήσεις και ευχάριστες νότες των παιδικών στιγμών τις ημέρες των Χριστουγέννων, εύχομαι "Χρόνια πολλά και καλά και του χρόνου'''

Ειρήνη βαρυτιμιάδη

Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!
Share:

Τα Χριστούγεννα του κυρίου Χ. - Χριστουγεννιάτικο παραμύθι για μεγάλους

 Στη μεγάλη πόλη τα Χριστούγεννα έρχονταν κάθε χρόνο και δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συνήθεια για ψώνια ,ετοιμασίες ,ανταλλαγές δώρων και επισκέψεων και τυπικές συναθροίσεις. 

Ο Χ. ήξερε πως τα Χριστούγεννα θα φορτωνόταν περισσότερη εργασία για να καλύψει τις μέρες των διακοπών .Έτσι τα μισούσε τα Χριστούγεννα. 

Μισούσε οτιδήποτε του τα θύμιζε. Μισούσε τους άλλους που χαίρονταν με αυτά .Μισούσε τα ζαχαροπλαστεία με τα γλυκά ,τα καταστήματα με τα δώρα ,τα παιχνιδάδικα γεμάτα παιδιά, τους ολόφωτους δρόμους.

 Τα Χριστούγεννα θα έρχονταν όπως πάντα και θα τον γέμιζαν υποχρεώσεις. Χωρίς λόγο .Έτσι έλεγε. Χωρίς αιτία .

Τα μόνα παιδιά που δέχονταν να του πουν τα κάλαντα  ήταν τα ανίψια του κι αυτό για να τελειώνει γρήγορα με τα δώρα τους .Τους τα έδινε αντί για χρήματα. Η πόρτα του στα άλλα παιδιά της γειτονιάς παρέμενε σφαλιστή .

Παραμονή Χριστουγέννων φέτος …και τίποτα δεν θυμίζει τα παλιά Χριστούγεννα που απεχθάνονταν .¨Όλοι είναι σκυθρωποί. Απρόσωποι με τις μάσκες τους για να προφυλαχθούν από τον ιό. Τον ιό που έχει «εισβάλλει »στις ζωές των ανθρώπων του πλανήτη.

 Ο Χ. ίσως να σκέφτεται πως επιτέλους συμμορφώθηκαν όλοι και δεν έπαθαν τη γνωστή Χριστουγεννιάτικη γιορτινή  υστερία. Επιτέλους έβαλαν μυαλό. Αυτός ο ιός τους έβαλε μυαλό. Είναι φίλος μου, μονολογούσε .

Αυτά σκεφτόταν ο Χ. και  ετοιμάστηκε να φύγει από το γραφείο και να επιστρέψει σπίτι του. Πήρε το μετρό, συνάντησε τους σκυθρωπούς ανθρώπους με τις μάσκες ,φορούσε και ο ίδιος άλλωστε. Σκεφτόταν τι καλά που δεν χρειάζεται ούτε να χαμογελάσεις ψεύτικα. Κανείς δεν σε βλέπει μέσα από τη μάσκα .Είσαι κρυμμένος για τα καλά .

Έφτασε στο σταθμό που έπρεπε να κατέβει και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Βγήκε στον κεντρικό δρόμο και καθώς περνούσε απέναντι ………Σκοτάδι.

Άνοιξε τα μάτια του και όλα γύρω του ήταν λευκά. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, το φως.

Άνθρωποι καλυμμένοι παντού, μέσα σε στολές σαν αυτές που έβλεπε στις ταινίες όταν υπήρχε πυρηνική καταστροφή, τον πλησίαζαν κάτι του έλεγαν και έφευγαν .

Πήγε κάτι να πει αλλά δεν τον άκουγαν. Μίλησε πιο δυνατά …τίποτα ….φώναξε αλλά κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Κρύωνε. Ήθελε να ακούσει μια κουβέντα …να του πουν κάτι ….Αλλά κανείς ,τίποτα. Δύο από αυτούς που δεν καταλάβαινε αν ήταν άντρες οι γυναίκες στεκόντουσαν τώρα πάνω από το κεφάλι του. Μπορεί  να ήταν και γιατροί ,σκέφτηκε.

Α, ναι γιατροί θα ήταν …και αυτό είναι νοσοκομείο. Πως βρέθηκε εκεί; Η μνήμη του ήταν κενή .

Δεν του έδινε κανένα σημάδι. Αχ αν τον άκουγαν θα ήθελε να τους ρωτήσει, τι συμβαίνει ; πως ήταν ; αν θα έφευγε και πότε…αν θα έκανε Χριστούγεννα σπίτι του . Η σιωπή τον τρέλαινε…

Ας του έλεγαν κάτι …έστω τα κάλαντα , σκέφτηκε και πήγε να γελάσει αλλά δεν τα κατάφερε.

Οι μέρες περνούσαν …Κοιμόταν κυρίως και όταν άνοιγε τα μάτια του πάντα η ίδια σιωπή …..τα ίδια βλέμματα μέσα από τα σκάφανδρα… οι ίδιες κινήσεις …..ένας βωβός εφιαλτικός κινηματογράφος.

Είχε χρόνο τώρα ο Χ. Να σκεφτεί όλα όσα έκανε τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Για όλα όσα γκρίνιαζε, για όλα όσα αρνιότανε να συμμετέχει …όλα τα γιορτινά μικρά μικρά που συνέβαιναν και αυτός τα αντιπαθούσε ή τα προσπερνούσε. Τα σκεφτόταν και μπορεί να πει ότι του έλειπαν. Ότι θα επιθυμούσε όλα να ήταν όπως παλιά… και δεν θα ξαναγκρίνιαζε… δεν θα κατέβαζε τα μούτρα. Μόνο να του έδιναν πίσω λίγη από τη ζωή του. Την μονότονη, μοναχική ζωή του. Θα της έβαζε χρώμα ,μουσική, φως και πολλά πολλά λόγια. Πάρα πολλά λόγια. Αμέτρητα λόγια και ήχους.

Αυτά σκεφτόταν ο Χ. και έκλεισε τα μάτια να ξεκουραστεί. Ελπίζοντας όταν τα ξαναανοίξει  να έχει επιστρέψει το χρώμα, οι ήχοι, οι άνθρωποι στη ζωή του. Να έχει επιστρέψει ο ίδιος στη νέα του ζωή.

Δύο άνθρωποι με στολές βρέθηκαν από πάνω του. Ο ένας τράβηξε το σεντόνι που σκεπαζόταν ο Χ. και τον κάλυψε μέχρι απάνω, ενώ ο άλλος πατούσε ένα κουμπί ώστε να σταματήσει ο διαπεραστικός ήχος του παλμογράφου που έδειχνε μια ευθεία γραμμή.

Ο Χ. ήταν ήδη αλλού. Κι εκεί μπορεί να γιόρταζε τα Χριστούγεννα .Ίσως πιο έντονα από ποτέ.

 

  Του Δημήτρη Αδάμη  Σκηνοθέτης-Συγγραφέας στην εταιρεία 


 Μαγικές Σβούρες, 

Αθηναϊκά Θέατρα, 
Θέατρο Αυλαία,
Sfiga Music Theater,

 

 Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!

 

 

Share:

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts