Ένα σεργιάνι στις γειτονιές του κόσμου...
Μόλις περάσεις τον πρώτο πάγκο έχεις κιόλας μπει σε άλλη διάσταση. Χωρίς στίγμα.
Ευρώπη, Ασία, ήπειροι, χώρες, πόλεις, άλλες ώρες, άλλα ημισφαίρια, ένας κοινός δρόμος.
Μια λαϊκή αγορά...
Ανακατα αρώματα μπαχαρικά, φρούτα, φαγητά, ζωηρά χρώματα, όλα στροβιλίζονται! Γεύσεις που αναδύονται από το βυθό της ύπαρξης σου που σε ταξιδεύουν στις γευστικές στιγμές της ζωής...
Κάθε φρούτο και μια ανάμνηση.
Τότε που η φέτα το καρπούζι σε παιδικά χεράκια, είχε την γεύση της ανεμελιάς.
Τα αμπελόφυλλα ήτανε ντολμαδάκια τυλιγμένα με αγάπη στο οικογενειακό τραπέζι...
Όλα γύρω ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι γεύσεων, συναισθημάτων αναμνήσεων. Χορεύεις μαζί του.
Άγνωστες φωνές, άγνωστοι άνθρωποι, διαλαλούν, πουλούν αγοράζουν...
Στις ζυγαριές πάνω στους πάγκους ζυγιάζονται όλα... Αυτά που είναι προς πώληση και εκείνα που μόνο χαρίζονται!
Ακριβές στιγμές που λάμπουν, ανάμεσα σε "φτηνά" προϊόντα...
Πετούν σαν πυγολαμπίδες. Άμα προλάβεις...
Στερεά, υγρά, καρποί της Γης και της θάλασσας, προϊόντα από αλυσίδες παραγωγής εργοστασίων. Ένα μωσαϊκό χρωμάτων, γεύσεων, αισθήσεων...
Κι εσύ μια σταγόνα ανάμεσα του που ακολουθεί την ροή στο ποτάμι της Ζωής.
Αφήνεσαι. Γίνεσαι ανάλαφρος σαν χρωματιστό μπαλόνι σε χέρια παιδικά...
Αν σε ρωτήσουν τώρα " ποιος είσαι;"...
Ο ΚΑΝΕΝΑΣ...να πεις σε όλες τις γλώσσες.
Καμία ηλικία, καμία ταυτότητα, καμία ιδιότητα.
Μήπως έχουν αυτοί που στέκονται πίσω από τους πάγκους, εκείνοι που κοντοστέκονται για να ρωτήσουν τις τιμές, αγγίζουν σαν να μπορούν να καταλάβουν αν είναι καλές οι μελιτζάνες, οι ντομάτες, τα φρούτα εποχής;
Στάσου μια στιγμή!
Κοίτα γύρω...
Ποιος είναι ο ντόπιος, ο συγγενής; Ποιος είναι ο " ξένος";
Ποιος ο υγιής, ποιος ο ασθενής; Ποιος ο χαρούμενος, ποιος ο θλιμμένος;
Ποιος ο μόνος ή ο συντροφευμένος, ποιος ο πλούσιος; Ποιος ο φτωχός;
Ποιος είναι αυτός που λύγισε από τα βάρη της ζωής και εκείνος που τα σηκώνει αγόγγυστα;
Ανάμεσα σε πάγκους με απλωμένες πραμάτειες, ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα, φρούτα, λαχανικά, ψάρια, ξηρούς καρπούς, γλυκά, είδη σπιτιού...
Ευγενικά χαμόγελα από γενναιόδωρα χείλη εναλλάσσονται με κοφτά λόγια από κουμπωμένες καρδιές.
Χάνεσαι.
Μήπως και βρεθείς.
Μήπως ανταμώσεις στο τέλος του δρόμου με εκείνους που σου λείπουν.
Τους συνοδοιπόρους σου.
Τον Άνθρωπο.
Ενα Σάββατο πρωί.
Σε μια λαϊκή αγορά.
Μια βόλτα.
Στις γειτονιές ενός άνυδρου, ερημωμένου κόσμου σε περιδίνηση
Που ακριβύνανε τα ζαρζαβατικά και τα φρούτα και φτηνωσε η ανθρώπινη ζωή...
Ευγενία Κωττη.