Κάθε φορά που βρίσκεται κάποιος στο σπίτι μου έχουμε τα ίδια.
"Μα, πως γίνεται? Σπίτι χωρίς τασάκι?"
Δεν κάπνιζα ποτέ μου. Το απεχθάνομαι το τσιγάρο... Η μυρωδιά του. Η πίκρα που σου αφήνει στο στόμα. Ο τρόπος που ποτίζει όλα σου τα ρούχα και κάνει τα δάχτυλά σου να κιτρινίζουν...
"Δεν καπνίζουμε στο σπίτι μας!"
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχα άλλες κακές συνήθειες.
"Δεν καπνίζετε?"
"Όχι!"
Νομίζω πως σε όλη μου τη ζωή όλα κι όλα δέκα τσιγάρα να έκανα... Πέντε στο στρατό, δύο στην κατασκήνωση όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών κ*λόπαιδο και άντε κάνα δυο-τρία όταν μου τα προσέφερε κάποιο όμορφο κορίτσι. Και γι' αυτό και δεν θα βρεις ποτέ τασάκι στο σπίτι μου.
"Κι αυτό εδώ τι είναι?"
Εκτός από ένα.
Love is an ashtray
Μετά από πολλές ερωτικές αποτυχίες και αφού η ζωή μου αφιερώθηκε στο να βγαίνουμε μετά τα μεσάνυχτα σαν τα βαμπίρ με τον Γιάννη (όποτε ευκαιρούσε) ή με τον Πάνο (ο οποίος δεν έπινε) και να αράζουμε τους αγκώνες μας στον πάγκο ενός μπαρ και να το ρίχνουμε στην αμπελοφιλοσοφία, τη μπουρδολογία και την καταστροφολογία καθώς πνίγαμε τα λαρύγγια μας με ουίσκι (το καλοκαίρι ρούμι) μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ο Γιάννης, τεχνίτης με τις λέξεις και ζώντας μια ζωή μέσα σε έναν κόσμο από υπονοούμενα και ο Παναγιώτης, έχοντας αγέραστο baby face πάντα είχαν τις επιτυχίες τους και έτσι η παρέα γέμιζε από μεθυσμένες υπάρξεις και καμμένα μυαλά πρόθυμα να ακούσουν για τις περιπέτειες μας και τις ατασθαλίες μας όταν υπήρξαμε κάποτε και εμείς νέα παιδιά.
Κάπου εκείνη την εποχή (πριν πέντε χρόνια νομίζω, ίσως και παραπάνω) μπαίνει και ένας νόμος κατά του τσιγάρου στα μαγαζιά και έτσι όσοι επιδίδονται στο άθλημα αναγκάζονται να βγαίνουν έξω στη βροχή και στο κρύο να κάνουν τη δουλειά τους. Ο Γιάννης (ο μόνος καπνιστής εκ των τριών) με την αλεπουδίσια λογική του μας λέει ότι είναι απλά ακόμη ένας τρόπος για να βρεις ευκαιρία να μιλήσεις στη κοπέλα που μέσα στο μαγαζί βρίσκεται στην άλλη άκρη του μαγαζιού και οχυρωμένη από την παρέα της, ενώ έξω στο κρύο το πεδίο είναι ελεύθερο.
Ένα βράδυ λοιπόν, όσο ο Γιάννης κι εγώ βάζουμε τα δυνατά μας να τελειώσουμε ένα μπουκάλι ουίσκι από το πάνω ράφι και εκείνος προσπαθεί να πείσει την κοπέλα πίσω από το μπαρ ότι θα ήταν καλή επιλογή να συνεχίσουν σε άλλο μαγαζί αφού τελειώσει τη βάρδια της, αναλαμβάνει χρέη ντιτζέι ένας τυπάς ο οποίος μόλις πατάει πόδι στο μαγαζί, οι θαμώνες τον υποδέχονται μετά Βαΐων και κλάδων με τεράστια χαμόγελα ενθουσιασμού. Έτσι όταν πιάνει το πόστο του αλλάζει όλο το σάουντρακ της βραδιάς. Ο Lou Reed και ο Νικ Κέιβ δίνουν τη θέση τους στην Πωλίνα και στο Δάκη και στο τσικιτάμ τσικιτάμ τσικιτουτατάμ και πεπεπεπεπεπε και τουτάμ και πέη.
Εγώ, μεγαλωμένος στα εξωτερικά και μη μπορώντας να συνδέσω τις τελίτσες στον παραβολικό στίχο που χρησιμοποιεί ο Κώστας Μπίγαλης να παρομοιάσει μια αποτυχημένη σχέση του με τις συνήθειες μιας μέλισσας παθαίνω πολιτισμικό σοκ και μη μπορώντας να το διαχειριστώ πίνω γρήγορα το ποτό μου και λέω στον Γιάννη ότι θα φύγω. Εκείνος δεν με ακούει... Λίγο ο κόσμος που βρίσκεται σε έξαψη και κάνει χαμούλη, λίγο η μπαργούμαν που πείθεται, είναι στον κόσμο του. Πιάνω λοιπόν το παλτό μου και βγαίνω στη βροχή με σκοπό να αναζητήσω άλλο μπαρ για καταφύγιο ή και να αποδεχτώ πως η νύχτα τελείωσε άδοξα.
Μέχρι που ακούω μια φωνή.
"Κι εσύ για τσιγάρο, ε?"
Και βλέπω σε ένα από τα καθίσματα να κάθεται μια κοπέλα με γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά τυλιγμένη μες στο παλτό της σφιχτά και καπνίζοντας όσο πιο γρήγορα γίνεται το τσιγάρο της με επαναλαμβανόμενες ρουφιξιές.
"Χμμμ? Ναι!"
Το μυαλό μου παρέλυσε. Δεν θυμάμαι καλά καλά σε ποια ερώτηση της απάντησα καταφατικά. Μου χαμογελάει και με ρωτάει αν έχω φωτιά. Τα χέρια μου κάνουν μηχανικές κινήσεις κάνοντας πατ πατ εξωτερικά του παλτού και σηκώνω τους ώμους μου σαν τον μίστερ Μπιν μην παίρνοντας ούτε στιγμή το βλέμμα μου από πάνω της.
Εκείνη χαμογελάει και μου δίνει τον δικό της.
"Μην ανησυχείς! Έχω εγώ!"
Μου δίνει τον αναπτήρα της και όσο γίνεται η ανταλλαγή ακουμπάνε και τα χέρια μας λίγο. Όσο ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Αλλά με θυμάμαι να σκέφτομαι ότι όλο αυτό πάει καλά επειδή ήδη έχουμε πρώτη επαφή.
Τα δευτερόλεπτα περνάνε... Ίσως να 'ταν και λεπτά. Ποιος ξέρει? Η έννοια του χρόνου είναι εντελώς ξένη για μένα πλέον. Αυτή τη στιγμή πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να συγκεντρώσω όλη μου την ύπαρξη να κάνω μία νορμάλ συζήτηση.
"Τσιγάρο έχεις?"
Εγώ κουνάω το κεφάλι μου αριστερά-δεξιά.
Βγάζει ένα από το πακέτο της και κοιτάζει μέσα να δει αν υπάρχει άλλο.
"Έλα! Κουμπαρούλι σε έκανα! Και φωτιά και το τελευταίο μου τσιγάρο!"
Ξαφνικά θυμάμαι ότι έχω πολύ καιρό να καπνίσω. Ότι θα τραβήξω μια τζούρα μετά από τρεισήμισι χρόνια και δεν θα θυμηθώ πόση ώρα πρέπει να κρατήσω τον καπνό μέσα μου και πότε να τον εκπνεύσω. Με φαντάζομαι να πνίγομαι και εκείνη να γελάει μαζί μου.
"Όχι, όχι. Δεν πειράζει. Θα πάω στο περίπτερο να πάρω."
"Ρε πάρε σου λέω! Παρ' το να κάνουμε ένα μαζί και πάμε μαζί στο περίπτερο να πάρουμε μετά."
Παίρνω το τσιγάρο και το βάζω στην άκρη των χειλιών μου. Το ανάβω και με την πρώτη ρουφηξιά σκέφτομαι ΕΠΙΤΥΧΙΑ! ΔΕΝ ΠΝΙΓΗΚΑ!
Κάθομαι κι εγώ δίπλα της και καπνίζουμε παρέα υπό τους ήχους του Μιχάλη Ρακιντζή και των O.P.A. και κάπου εκεί ανταλλάζουμε ιστορίες. Ποιοι είμαστε, τι είμαστε, ποιοί θέλουμε να γίνουμε και ποιοι υπήρξαμε μέχρι τότε.
Εγώ της είπα πως είχα περάσει πολλά, είχα ζήσει σχεδόν παντού ανά τον κόσμο και έψαχνα έναν καλό λόγο να μείνω ακίνητος σε ένα σημείο. Εκείνη μου έλεγε πως νομίζε πως βρήκε τον έρωτα και έκανε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της μαζί του αλλά πρόσφατα συνειδητοποίησε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά και εκείνος την άφησε και έμεινε μόνη σε μια ξένη πόλη.
Την παρακολουθούσα συγκεντρωμένος. Εκείνη μου χαμογελάει. Μου λέει ότι δείχνω συνεχώς έκπληκτος. Δεν έχει καταλάβει ότι εκείνη ευθύνεται γι' αυτό. Εγώ έχω τους τρόπους μου και αυτή με κοροϊδεύει γι' αυτό. Αυτή είναι λίγο αθυρόστομη. Βρίζει την κυβέρνηση που μας αναγκάζει να καπνίσουμε μες στο κρύο κι εγώ συμφωνώ μαζί της παρ' ότι μέχρι σήμερα δεν ένιωσα αδικημένος. Περνάει ένα περιπολικό: τους βρίζει. Περνάει ένας ταξιτζής: βρισίδι και γι' αυτόν. Βρίζει και τον ντιτζέι (ε, οκ εκεί συμφώνησα λίγο)
"Σήκω!"
"Που πάμε?"
"Ε, πάμε περίπτερο να πάρουμε κάνα πακέτο."
Πάει φουγάρο θα γίνω ο μ*λάκας για τα μάτια της.
Σηκωνόμαστε από το τραπέζι και παίρνει το τασάκι του μαγαζιού, το αδειάζει και το βάζει στην τσέπη της.
"Ενθυμιο," μου λέει.
Πάμε στο περίπτερο. Που όλοι οι περιπτεράδες της πόλης με ξέρουν για τα ένερτζι ντρινκσ και τα τσούπα τσουπσ που παίρνω κάθε μέρα και με κοιτάει ο περιπτεράς και μου χαμογελάει.
"Το γνωστό, ε Γιώργο?"
Και του χαμογελάω κι εγώ.
"Ναι, έναν καπνό και χαρτάκια, κυρ Μανώλη!"
Και ο περιπτεράς μένει παγωτό (Α! Και παγωτά παίρνω από τα περίπτερα. Εκείνα τα κάλιπο τα σπρώξε-γλείψε)
Και έτσι αράζουμε σε ένα παγκάκι, αφού η βροχή έχει σταματήσει και δεν με νοιάζει ότι ο βρεγμένος κώλος μου ούτε ο λαιμός που με πονάει επειδή έχω κάνει τέσσερα τσιγάρα. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι εκείνη.
Στο τέλος της βραδιάς την πηγαίνω σπίτι της και ενώ μένει μακριά και θα μπορούσα να την πάω με το αυτοκίνητο (το οποίο προσπεράσαμε όσο περπατούσαμε) δεν της το είπα γιατί σκέφτηκα ότι περπατώντας θα είχαμε περισσότερο χρόνο να μιλήσουμε και ίσως έτσι να της δώσω περισσότερους λόγους να με ξαναδεί.
Όταν φτάνουμε έξω από το σπίτι της μου λέει ότι πέρασε τέλεια μαζί μου. Ότι πρέπει να το ξανακανονίσουμε καμιά φορά και ότι χάρηκε για τη γνωριμία. Απλώνει το χέρι της και μου λέει
"Δώσε!
Της δίνω το χέρι μου και το κουνάει πάνω κάτω σαν να κάναμε μια συμφωνία.
Ζήτησα το τηλέφωνό της και μου το έδωσε και μετά από μερικές μέρες ξαναβγήκαμε. Και μετά ξανά. Και μετά από μερικές εβδομάδες με κάλεσε σπίτι της. Να δούμε ταινία και φυσικά να καπνίσουμε κι άλλο. Το σπίτι της ήταν γεμάτο από τασάκια κλεμμένα από σχεδόν όλα τα μαγαζιά της πόλης. Στη διάρκεια της ταινίας έβριζε συνέχεια τους ηθοποιούς.
"Αν της έλεγες, ρε μ*λάκα πως νιώθεις από την αρχή δεν θα χρειαζόταν να γίνουν όλα αυτά."
Και εκείνη τη στιγμή γυρίζω και της λέω πως δεν καπνίζω.
"Τι εννοείς? Έχεις ένα τσιγάρο στο στόμα σου αυτή τη στιγμή και μου λες πως δεν καπνίζεις?"
"Ναι! Δεν βλέπεις που ο καπνός κάνει τα μάτια μου να μου δακρύζουν? Δεν είμαι καπνιστής. Με ρώτησες εκείνη τη μέρα και σου είπα ναι επειδή ήθελα να σε γνωρίσω."
Άρχισε να βρίζει και να μου λέει ότι είμαι τα ίδια σκατά με αυτόν από την ταινία (ο Μάθιου Μακοναχι ήταν) Μου είπε ότι δεν χρειάζεται να καπνίζω άλλο για χάρη της και γέλασε με αυτό που έκανα και με τράβηξε μέσα στο δωμάτιό της όπου έμεινα εκεί μαζί της μέχρι το πρωί.
Και έμεινα αρκετά βραδιά εκεί. Για περίπου
τέσσερις μήνες. Μέχρι και δικό μου κλειδί μου έβγαλε. Εγώ τελείωνα τη δουλειά λίγο νωρίτερα απ' ότι εκείνη και πήγαινα εκεί. Μαγείρευα κάτι και της περισσότερες φορές ήταν αποτυχημένο και παραγγέλναμε απ' έξω. Και αφού χωνεύαμε, κλειδωνόμασταν στην κρεβατοκάμαρα μέχρι το πρωί. Και ήμασταν και οι δύο χαρούμενοι μέσα σ' αυτό το διαμερισματάκι για εκείνο το μικρό διάστημα.
Μου έλεγε συνέχεια ότι δεν έβγαινε οικονομικά. Ότι το σπίτι αυτό το νοίκιασε με τον πρώην της και ότι ήταν σπίτι για να συντηρούν δύο και όχι ένας. Όποτε προσφέρθηκα να την βοηθήσω με έβριζε (κανονικά βρισίδια: θείους και θεία κλπ) και όταν της έλεγα να μείνουμε μαζί μου έλεγε όταν δεν ήθελε να το κάνουμε επειδή υπήρχε οικονομική ανάγκη στη μέση.
Μου έλεγε συνέχεια όταν μια μέρα θα τα παρατούσε και θα έφευγε. Ότι θα γυρνούσα από τη δουλειά και δεν θα την έβρισκα.
"Καλά, πότε θα προλάβεις να μετακινήσεις ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια κλπ?"
"Ρε θα τα παρατήσω όλα αυτά εδώ! Σιγά μην κουβαλήσω αυτές τις παλιατζούρες μαζί μου!"
Θυμάμαι ένα πρωί που ξυπνήσαμε δίπλα δίπλα με ρώτησε αν θα της το κρατούσα αν το έκανε. Αν καταλάβαινα την κατάστασή της και ότι αν έφευγε θα ήταν επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.
"Αν έφευγες εννοείται πως δεν θα σου κρατούσα κακία... Αν έφευγες χωρίς να μου το πεις..."
"Και τι θα έκανες αν έφευγα χωρίς να σου το πω?"
"Δεν ξέρω... Θα προετοίμαζα περισσότερο τον εαυτό μου ψυχολογικά."
"Βλακείες!"
"Θα προσπαθούσα να περνούσαμε τις τελευταίες μέρες εδώ κάπως πιο ξεχωριστά. Θα κάναμε κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω..."
"Και τι θα κατάφερνες μ' αυτό? Θα με έκανες απλά να μου λείψουν όλα αυτά περισσότερο και να νιώσω χειρότερα όταν το κάνω."
"Θα σε έκανα να περάσεις τέλεια!"
"Έτσι είστε εσείς οι συναισθηματίες. Χωρίς γκραν φινάλε δε μπορείτε!"
Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Της είπα να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση μαζί. Βρισίδι. Να ψάξουμε άλλα σπίτια. Βρισίδι. Ήταν λίγος και ο καιρός που υπήρχαμε ο ένας στη ζωή του άλλου για να συγκατοικήσουμε. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Μια μέρα ήμουν στη δουλειά και μου είπε να μην πάω στο διαμέρισμα επειδή κάνανε απεντόμωση. Μου είπε ότι θα πήγαινε για καφέ με μια φίλη της και θα με έπαιρνε μετά να πηγαίναμε οι δύο μας έξω για φαγητό.
Το γράφω τώρα και σκέφτομαι "Μα, πόσο βλάκας!" όπως λογικά κι εσύ που το διαβάζεις αυτό. Έμεινα στη δουλειά παραπάνω ώρες και σκέφτηκα να πάω σπίτι μου να αλλάξω. Να φορέσω κάτι καλύτερο για να πάμε σε κάνα καλό εστιατόριο από αυτά τα "και καλά" που τα έλεγε και εκείνη.
Κάποια στιγμή μέσα στο ντους σκεφτόμουν αυτή τη συζήτηση μας. Και την έκανα εικόνα να είναι μέσα στο διαμέρισμά της και να βρίζει τα παιδιά που μετακόμιζαν τα πράγματα της και τα φορτώναν στο φορτηγό και πήρα μια πετσέτα γρήγορα να σκουπιστώ και ντύθηκα και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο να πάω σπίτι της. Φοβήθηκα ότι έφυγε. Ότι ο σπιτονοικοκύρης της άλλαξε μέχρι και της κλειδαριές και το κλειδί δεν θα ταίριαζε.
Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και το έβαλα και καθώς μπήκε ηρέμησα για μια στιγμή. Αλλά όταν άνοιξα την πόρτα όλα άλλαξαν. Τα πάντα έλειπαν από μέσα. Όπως στις ταινίες που υπάρχουν αυτές οι δήθεν εταιρίες που είναι βιτρίνα για τη CIA και πας την επόμενη μέρα και στέκεσαι μέσα στη μέση και λείπουν όλα.
Έτσι και με μένα, η καρέκλα στην οποία καθόμουν και έδενα τα παπούτσια μου και ο καναπές που άραζα και έβλεπα ταινίες και το κρεβάτι που κοιμόμουν δίπλα της πριν από μερικές ώρες είχαν φύγει. Και το διαμέρισμα ήταν άδειο... Και το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι έλειπε εκείνη. Και το μόνο που είχε μείνει πάνω στον πάγκο της κουζίνας ήταν ένα τασάκι. Και μέσα στο τασάκι ένα σημείωμα που έγραφε
"Ενθύμιο.
Κ 🤍"
Την έπαιρνα τηλέφωνο ασταμάτητα. Δεν το σήκωνε. Και έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα να τη βρω. Τρεισήμισι ώρες μακριά. Δεν θα το άφηνα να τελειώσει έτσι. Προσπάθησα να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να τη προλάβω στο σταθμό γιατί αν δεν την προλάβαινα εκεί που να την έβρισκα σε μια ολόκληρη πόλη. Οι υπολογισμοί μου δείχνανε ότι είχε φύγει λίγο πριν από εμένα. Και με τρένο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην την προλάβω.
Έφτασα στον σταθμό τον τρένων και άφησα το αυτοκίνητό μου στην πιάτσα των ταξί. Εκείνοι άρχισαν να μουγκρίζουν και εγώ τους παρακάλεσα να με αφήσουν για λίγο γιατί έπρεπε να βρω μια κοπέλα.
Αυτοί γέλασαν και ο ένας είπε σε εκείνον που μούγκριζε περισσότερο "Άσ' τον ρε Πασχάλη! Με τέτοια μούτρα νομίζεις θα βρει και δεύτερη?"
Έτρεξα μέσα στο σταθμό να τη βρω αλλά δεν την έβλεπα πουθενά. Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου που την καλούσε ασταμάτητα και όταν δεν απαντούσε και έπεφτε η γραμμή ξανακαλούσα.
Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Την είχα χάσει.
Επέστρεψα στο αυτοκίνητό μου. Πήρα την κλήση από το παρ μπριζ και μπήκα μέσα να φύγω. Μέχρι που άκουσα ένα χτύπο στο τζάμι μου και όταν σήκωσα το βλέμμα την είδα.
Λίγο βουρκωμένη, εμφανώς στεναχωρημένη.
"Ήρθες μέχρι εδώ, ε?"
Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Με πήρε αγκαλιά και μου εξήγησε πως δεν γίνεται. Δεν πάει. Εγώ εκεί. Εκείνη εδώ. Εγώ ένας λεπτελίπτος και ευαίσθητος τύπος και εκείνη με το μπινελίκι στη κάννη έτοιμη να πυροβολήσει.
Της είπα να πάμε κάπου να περάσουμε την τελευταία μας μέρα μαζί και συμφώνησε.
Με ρώτησε γιατί ήμουν ντυμένος έτσι (πουκάμισο, σακάκι κλπ) και της είπα επειδή σχεδίαζα να πάμε κάπου όμορφα να φάμε και ότι κι εδώ που βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο μαγαζί θα πηγαίναμε.
"Αααα! Και καλά, δηλαδή?"
Εγώ χαμογελούσα.
"Ναι. Και καλά."
Πήγαμε φάγαμε σε ένα "και καλά" καλό μαγαζί και την πήγα σπίτι της. Μου ζήτησε συγνώμη για τον τρόπο που έφυγε και μου είπε ότι κάποια πράγματα απλά δεν υπάρχουν τα ψυχικά αποθέματα να τα διαχειριστούν κάποιοι άνθρωποι και ότι και εκείνη είναι ένας από αυτούς. Την συγχώρεσα επί τόπου. Και αποδεχόμενος την πραγματικότητα της είπα ότι τουλάχιστον περάσαμε όμορφα. Και ότι αν είχαμε συμφωνήσει να γίνουν έτσι τα πράγματα από την αρχή θα είχαμε γλιτώσει απ' όλη αυτή τη συμφορά και τα τρεχάματα όπως γίνεται και στις ταινίες.
Εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε ότι..........