07/01/2022 - 08/01/2022 ~ katarraktisvillage

"Δεν καπνίζουμε στο σπίτι μας!"

 "Έχεις τασάκι?"

Κάθε φορά που βρίσκεται κάποιος στο σπίτι μου έχουμε τα ίδια.

"Μα, πως γίνεται? Σπίτι χωρίς τασάκι?"

Δεν κάπνιζα ποτέ μου. Το απεχθάνομαι το τσιγάρο... Η μυρωδιά του. Η πίκρα που σου αφήνει στο στόμα. Ο τρόπος που ποτίζει όλα σου τα ρούχα και κάνει τα δάχτυλά σου να κιτρινίζουν... 

"Δεν καπνίζουμε στο σπίτι μας!"

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχα άλλες κακές συνήθειες.

"Δεν καπνίζετε?"

"Όχι!"

Νομίζω πως σε όλη μου τη ζωή όλα κι όλα δέκα τσιγάρα να  έκανα... Πέντε στο στρατό, δύο στην κατασκήνωση όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών κ*λόπαιδο και άντε κάνα δυο-τρία όταν μου τα προσέφερε κάποιο όμορφο κορίτσι. Και γι' αυτό και δεν θα βρεις ποτέ τασάκι στο σπίτι μου.

"Κι αυτό εδώ τι είναι?"

Εκτός από ένα.

Love is an ashtray

Μετά από πολλές ερωτικές αποτυχίες και αφού η ζωή μου αφιερώθηκε στο να βγαίνουμε μετά τα μεσάνυχτα σαν τα βαμπίρ με τον Γιάννη (όποτε ευκαιρούσε) ή με τον Πάνο (ο οποίος δεν έπινε) και να αράζουμε τους αγκώνες μας στον πάγκο ενός μπαρ και να το ρίχνουμε στην αμπελοφιλοσοφία, τη μπουρδολογία και την καταστροφολογία καθώς πνίγαμε τα λαρύγγια μας με ουίσκι (το καλοκαίρι ρούμι) μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Ο Γιάννης, τεχνίτης με τις λέξεις και ζώντας μια ζωή μέσα σε έναν κόσμο από υπονοούμενα και ο Παναγιώτης, έχοντας αγέραστο baby face πάντα είχαν τις επιτυχίες τους και έτσι η παρέα γέμιζε από μεθυσμένες υπάρξεις και καμμένα μυαλά πρόθυμα να ακούσουν για τις περιπέτειες μας και τις ατασθαλίες μας όταν υπήρξαμε κάποτε και εμείς νέα παιδιά.

Κάπου εκείνη την εποχή (πριν πέντε χρόνια νομίζω, ίσως και παραπάνω) μπαίνει και ένας νόμος κατά του τσιγάρου στα μαγαζιά και έτσι όσοι επιδίδονται στο άθλημα αναγκάζονται να βγαίνουν έξω στη βροχή και στο κρύο να κάνουν τη δουλειά τους. Ο Γιάννης (ο μόνος καπνιστής εκ των τριών) με την αλεπουδίσια λογική του μας λέει ότι είναι απλά ακόμη ένας τρόπος για να βρεις ευκαιρία να μιλήσεις στη κοπέλα που μέσα στο μαγαζί βρίσκεται στην άλλη άκρη του μαγαζιού και οχυρωμένη από την παρέα της, ενώ έξω στο κρύο το πεδίο είναι ελεύθερο.

Ένα βράδυ λοιπόν, όσο ο Γιάννης κι εγώ βάζουμε τα δυνατά μας να τελειώσουμε ένα μπουκάλι ουίσκι από το πάνω ράφι και εκείνος προσπαθεί να πείσει την κοπέλα πίσω από το μπαρ ότι θα ήταν καλή επιλογή να συνεχίσουν σε άλλο μαγαζί αφού τελειώσει τη βάρδια της, αναλαμβάνει χρέη ντιτζέι ένας τυπάς ο οποίος μόλις πατάει πόδι στο μαγαζί, οι θαμώνες τον υποδέχονται μετά Βαΐων και κλάδων με τεράστια χαμόγελα ενθουσιασμού. Έτσι όταν πιάνει το πόστο του αλλάζει όλο το σάουντρακ της βραδιάς. Ο Lou Reed και ο Νικ Κέιβ δίνουν τη θέση τους στην Πωλίνα και στο Δάκη και στο τσικιτάμ τσικιτάμ τσικιτουτατάμ και πεπεπεπεπεπε και τουτάμ και πέη.

Εγώ, μεγαλωμένος στα εξωτερικά και μη μπορώντας να συνδέσω τις τελίτσες στον παραβολικό στίχο που χρησιμοποιεί ο Κώστας Μπίγαλης να παρομοιάσει μια αποτυχημένη σχέση του με τις συνήθειες μιας μέλισσας παθαίνω πολιτισμικό σοκ και μη μπορώντας να το διαχειριστώ πίνω γρήγορα το ποτό μου και λέω στον Γιάννη ότι θα φύγω. Εκείνος δεν με ακούει... Λίγο ο κόσμος που βρίσκεται σε έξαψη και κάνει χαμούλη, λίγο η μπαργούμαν που πείθεται, είναι στον κόσμο του. Πιάνω λοιπόν το παλτό μου και βγαίνω στη βροχή με σκοπό να αναζητήσω άλλο μπαρ για καταφύγιο ή και να αποδεχτώ πως η νύχτα τελείωσε άδοξα.

Μέχρι που ακούω μια φωνή.

"Κι εσύ για τσιγάρο, ε?"

Και βλέπω σε ένα από τα καθίσματα να κάθεται μια κοπέλα με γαλάζια μάτια και καστανόξανθα μαλλιά τυλιγμένη μες στο παλτό της σφιχτά και καπνίζοντας όσο πιο γρήγορα γίνεται το τσιγάρο της με επαναλαμβανόμενες ρουφιξιές.

"Χμμμ? Ναι!"

Το μυαλό μου παρέλυσε. Δεν θυμάμαι καλά καλά σε ποια ερώτηση της απάντησα καταφατικά. Μου χαμογελάει και με ρωτάει αν έχω φωτιά. Τα χέρια μου κάνουν μηχανικές κινήσεις κάνοντας πατ πατ εξωτερικά του παλτού και σηκώνω τους ώμους μου σαν τον μίστερ Μπιν μην παίρνοντας ούτε στιγμή το βλέμμα μου από πάνω της.

Εκείνη χαμογελάει και μου δίνει τον δικό της.

"Μην ανησυχείς! Έχω εγώ!"

Μου δίνει τον αναπτήρα της και όσο γίνεται η ανταλλαγή ακουμπάνε και τα χέρια μας λίγο. Όσο ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Αλλά με θυμάμαι να σκέφτομαι ότι όλο αυτό πάει καλά επειδή ήδη έχουμε πρώτη επαφή.

Τα δευτερόλεπτα περνάνε... Ίσως να 'ταν και λεπτά. Ποιος ξέρει? Η έννοια του χρόνου είναι εντελώς ξένη για μένα πλέον. Αυτή τη στιγμή πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να συγκεντρώσω όλη μου την ύπαρξη να κάνω μία νορμάλ συζήτηση.

"Τσιγάρο έχεις?"

Εγώ κουνάω το κεφάλι μου αριστερά-δεξιά.

Βγάζει ένα από το πακέτο της και κοιτάζει μέσα να δει αν υπάρχει άλλο.

"Έλα! Κουμπαρούλι σε έκανα! Και φωτιά και το τελευταίο μου τσιγάρο!"

Ξαφνικά θυμάμαι ότι έχω πολύ καιρό να καπνίσω. Ότι θα τραβήξω μια τζούρα μετά από τρεισήμισι χρόνια και δεν θα θυμηθώ πόση ώρα πρέπει να κρατήσω τον καπνό μέσα μου και πότε να τον εκπνεύσω. Με φαντάζομαι να πνίγομαι και εκείνη να γελάει μαζί μου.

"Όχι, όχι. Δεν πειράζει. Θα πάω στο περίπτερο να πάρω."

"Ρε πάρε σου λέω! Παρ' το να κάνουμε ένα μαζί και πάμε μαζί στο περίπτερο να πάρουμε μετά."

Παίρνω το τσιγάρο και το βάζω στην άκρη των χειλιών μου. Το ανάβω και με την πρώτη ρουφηξιά σκέφτομαι ΕΠΙΤΥΧΙΑ! ΔΕΝ ΠΝΙΓΗΚΑ!

Κάθομαι κι εγώ δίπλα της και καπνίζουμε παρέα υπό τους ήχους του Μιχάλη Ρακιντζή και των O.P.A. και κάπου εκεί ανταλλάζουμε ιστορίες. Ποιοι είμαστε, τι είμαστε, ποιοί θέλουμε να γίνουμε και ποιοι υπήρξαμε μέχρι τότε.

Εγώ της είπα πως είχα περάσει πολλά, είχα ζήσει σχεδόν παντού ανά τον κόσμο και έψαχνα έναν καλό λόγο να μείνω ακίνητος σε ένα σημείο. Εκείνη μου έλεγε πως νομίζε πως βρήκε τον έρωτα και έκανε ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της μαζί του αλλά πρόσφατα συνειδητοποίησε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά και εκείνος την άφησε και έμεινε μόνη σε μια ξένη πόλη.

Την παρακολουθούσα συγκεντρωμένος. Εκείνη μου χαμογελάει. Μου λέει ότι δείχνω συνεχώς έκπληκτος. Δεν έχει καταλάβει ότι εκείνη ευθύνεται γι' αυτό. Εγώ έχω τους τρόπους μου και αυτή με κοροϊδεύει γι' αυτό. Αυτή είναι λίγο αθυρόστομη. Βρίζει την κυβέρνηση που μας αναγκάζει να καπνίσουμε μες στο κρύο κι εγώ συμφωνώ μαζί της παρ' ότι μέχρι σήμερα δεν ένιωσα αδικημένος. Περνάει ένα περιπολικό: τους βρίζει.  Περνάει ένας ταξιτζής: βρισίδι και γι' αυτόν. Βρίζει και τον ντιτζέι (ε, οκ εκεί συμφώνησα λίγο)

"Σήκω!"

"Που πάμε?"

"Ε, πάμε περίπτερο να πάρουμε κάνα πακέτο."

Πάει φουγάρο θα γίνω ο μ*λάκας για τα μάτια της.

Σηκωνόμαστε από το τραπέζι και παίρνει το τασάκι του μαγαζιού, το αδειάζει και το βάζει στην τσέπη της.

"Ενθυμιο," μου λέει.

Πάμε στο περίπτερο. Που όλοι οι περιπτεράδες της πόλης με ξέρουν για τα ένερτζι ντρινκσ και τα τσούπα τσουπσ που παίρνω κάθε μέρα και με κοιτάει ο περιπτεράς και μου χαμογελάει.

"Το γνωστό, ε Γιώργο?"

Και του χαμογελάω κι εγώ.

"Ναι, έναν καπνό και χαρτάκια, κυρ Μανώλη!"

Και ο περιπτεράς μένει παγωτό (Α! Και παγωτά παίρνω από τα περίπτερα. Εκείνα τα κάλιπο τα σπρώξε-γλείψε)

Και έτσι αράζουμε σε ένα παγκάκι, αφού η βροχή έχει σταματήσει και δεν με νοιάζει ότι ο βρεγμένος κώλος μου ούτε ο λαιμός που με πονάει επειδή έχω κάνει τέσσερα τσιγάρα. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι εκείνη.

Στο τέλος της βραδιάς την πηγαίνω σπίτι της και ενώ μένει μακριά και θα μπορούσα να την πάω με το αυτοκίνητο (το οποίο προσπεράσαμε όσο περπατούσαμε) δεν της το είπα γιατί σκέφτηκα ότι περπατώντας θα είχαμε περισσότερο χρόνο να μιλήσουμε και ίσως έτσι να της δώσω περισσότερους λόγους να με ξαναδεί.

Όταν φτάνουμε έξω από το σπίτι της μου λέει ότι πέρασε τέλεια μαζί μου. Ότι πρέπει να το ξανακανονίσουμε καμιά φορά και ότι χάρηκε για τη γνωριμία. Απλώνει το χέρι της και μου λέει 

"Δώσε!

Της δίνω το χέρι μου και το κουνάει πάνω κάτω σαν να κάναμε μια συμφωνία.

Ζήτησα το τηλέφωνό της και μου το έδωσε και μετά από μερικές μέρες ξαναβγήκαμε. Και μετά ξανά. Και μετά από μερικές εβδομάδες με κάλεσε σπίτι της. Να δούμε ταινία και φυσικά να καπνίσουμε κι άλλο. Το σπίτι της ήταν γεμάτο από τασάκια κλεμμένα από σχεδόν όλα τα μαγαζιά της πόλης. Στη διάρκεια της ταινίας έβριζε συνέχεια τους ηθοποιούς.

"Αν της έλεγες, ρε μ*λάκα πως νιώθεις από την αρχή δεν θα χρειαζόταν να γίνουν όλα αυτά."

Και εκείνη τη στιγμή γυρίζω και της λέω πως δεν καπνίζω.

"Τι εννοείς? Έχεις ένα τσιγάρο στο στόμα σου αυτή τη στιγμή και μου λες πως δεν καπνίζεις?"

"Ναι! Δεν βλέπεις που ο καπνός κάνει τα μάτια μου να μου δακρύζουν? Δεν είμαι καπνιστής. Με ρώτησες εκείνη τη μέρα και σου είπα ναι επειδή ήθελα να σε γνωρίσω."

Άρχισε να βρίζει και να μου λέει ότι είμαι τα ίδια σκατά με αυτόν από την ταινία (ο Μάθιου Μακοναχι ήταν) Μου είπε ότι δεν χρειάζεται να καπνίζω άλλο για χάρη της και γέλασε με αυτό που έκανα και με τράβηξε μέσα στο δωμάτιό της όπου έμεινα εκεί μαζί της μέχρι το πρωί.

Και έμεινα αρκετά βραδιά εκεί. Για περίπου

τέσσερις μήνες. Μέχρι και δικό μου κλειδί μου έβγαλε. Εγώ τελείωνα τη δουλειά λίγο νωρίτερα απ' ότι εκείνη και πήγαινα εκεί. Μαγείρευα κάτι και της περισσότερες φορές ήταν αποτυχημένο και παραγγέλναμε απ' έξω. Και αφού χωνεύαμε, κλειδωνόμασταν στην κρεβατοκάμαρα μέχρι το πρωί. Και ήμασταν και οι δύο χαρούμενοι μέσα σ' αυτό το διαμερισματάκι για εκείνο το μικρό διάστημα.

Μου έλεγε συνέχεια ότι δεν έβγαινε οικονομικά. Ότι το σπίτι αυτό το νοίκιασε με τον πρώην της και ότι ήταν σπίτι για να συντηρούν δύο και όχι ένας. Όποτε προσφέρθηκα να την βοηθήσω με έβριζε (κανονικά βρισίδια: θείους και θεία κλπ) και όταν της έλεγα να μείνουμε μαζί μου έλεγε όταν δεν ήθελε να το κάνουμε επειδή υπήρχε οικονομική ανάγκη στη μέση.

Μου έλεγε συνέχεια όταν μια μέρα θα τα παρατούσε και θα έφευγε. Ότι θα γυρνούσα από τη δουλειά και δεν θα την έβρισκα.

"Καλά, πότε θα προλάβεις να μετακινήσεις ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια κλπ?"

"Ρε θα τα παρατήσω όλα αυτά εδώ! Σιγά μην κουβαλήσω αυτές τις παλιατζούρες μαζί μου!"

Θυμάμαι ένα πρωί που ξυπνήσαμε δίπλα δίπλα με ρώτησε αν θα της το κρατούσα αν το έκανε. Αν καταλάβαινα την κατάστασή της και ότι αν έφευγε θα ήταν επειδή δεν είχε άλλη επιλογή.

"Αν έφευγες εννοείται πως δεν θα σου κρατούσα κακία... Αν έφευγες χωρίς να μου το πεις..."

"Και τι θα έκανες αν έφευγα χωρίς να σου το πω?"

"Δεν ξέρω... Θα προετοίμαζα περισσότερο τον εαυτό μου ψυχολογικά."

"Βλακείες!"

"Θα προσπαθούσα να περνούσαμε τις τελευταίες μέρες εδώ κάπως πιο ξεχωριστά. Θα κάναμε κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω..."

"Και τι θα κατάφερνες μ' αυτό? Θα με έκανες απλά να μου λείψουν όλα αυτά περισσότερο και να νιώσω χειρότερα όταν το κάνω."

"Θα σε έκανα να περάσεις τέλεια!"

"Έτσι είστε εσείς οι συναισθηματίες. Χωρίς γκραν φινάλε δε μπορείτε!"

Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Της είπα να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση μαζί. Βρισίδι. Να ψάξουμε άλλα σπίτια. Βρισίδι. Ήταν λίγος και ο καιρός που υπήρχαμε ο ένας στη ζωή του άλλου για να συγκατοικήσουμε. Δεν ήξερα τι να κάνω.

Μια μέρα ήμουν στη δουλειά και μου είπε να μην πάω στο διαμέρισμα επειδή κάνανε απεντόμωση. Μου είπε ότι θα πήγαινε για καφέ με μια φίλη της και θα με έπαιρνε μετά να πηγαίναμε οι δύο μας έξω για φαγητό.

Το γράφω τώρα και σκέφτομαι "Μα, πόσο βλάκας!" όπως λογικά κι εσύ που το διαβάζεις αυτό. Έμεινα στη δουλειά παραπάνω ώρες και σκέφτηκα να πάω σπίτι μου να αλλάξω. Να φορέσω κάτι καλύτερο για να πάμε σε κάνα καλό εστιατόριο από αυτά τα "και καλά" που τα έλεγε και εκείνη.

Κάποια στιγμή μέσα στο ντους σκεφτόμουν αυτή τη συζήτηση μας. Και την έκανα εικόνα να είναι μέσα στο διαμέρισμά της και να βρίζει τα παιδιά που μετακόμιζαν τα πράγματα της και τα φορτώναν στο φορτηγό και πήρα μια πετσέτα γρήγορα να σκουπιστώ και ντύθηκα και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο να πάω σπίτι της. Φοβήθηκα ότι έφυγε. Ότι ο σπιτονοικοκύρης της άλλαξε μέχρι και της κλειδαριές και το κλειδί δεν θα ταίριαζε.

Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και το έβαλα και καθώς μπήκε ηρέμησα για μια στιγμή. Αλλά όταν άνοιξα την πόρτα όλα άλλαξαν. Τα πάντα έλειπαν από μέσα. Όπως στις ταινίες που υπάρχουν αυτές οι δήθεν εταιρίες που είναι βιτρίνα για τη CIA και πας την επόμενη μέρα και στέκεσαι μέσα στη μέση και λείπουν όλα.

Έτσι και με μένα, η καρέκλα στην οποία καθόμουν και έδενα τα παπούτσια μου και ο καναπές που άραζα και έβλεπα ταινίες και το κρεβάτι που κοιμόμουν δίπλα της πριν από μερικές ώρες είχαν φύγει. Και το διαμέρισμα ήταν άδειο... Και το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι έλειπε εκείνη. Και το μόνο που είχε μείνει πάνω στον πάγκο της κουζίνας ήταν ένα τασάκι. Και μέσα στο τασάκι ένα σημείωμα που έγραφε

"Ενθύμιο.

Κ 🤍"

Την έπαιρνα τηλέφωνο ασταμάτητα. Δεν το σήκωνε. Και έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα να τη βρω. Τρεισήμισι ώρες μακριά. Δεν θα το άφηνα να τελειώσει έτσι. Προσπάθησα να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να τη προλάβω στο σταθμό γιατί αν δεν την προλάβαινα εκεί που να την έβρισκα σε μια ολόκληρη πόλη. Οι υπολογισμοί μου δείχνανε ότι είχε φύγει λίγο πριν από εμένα. Και με τρένο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην την προλάβω.

Έφτασα στον σταθμό τον τρένων και άφησα το αυτοκίνητό μου στην πιάτσα των ταξί. Εκείνοι άρχισαν να μουγκρίζουν και εγώ τους παρακάλεσα να με αφήσουν για λίγο γιατί έπρεπε να βρω μια κοπέλα.

Αυτοί γέλασαν και ο ένας είπε σε εκείνον που μούγκριζε περισσότερο "Άσ' τον ρε Πασχάλη! Με τέτοια μούτρα νομίζεις θα βρει και δεύτερη?"

Έτρεξα μέσα στο σταθμό να τη βρω αλλά δεν την έβλεπα πουθενά. Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου που την καλούσε ασταμάτητα και όταν δεν απαντούσε και έπεφτε η γραμμή ξανακαλούσα.

Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Την είχα χάσει.

Επέστρεψα στο αυτοκίνητό μου. Πήρα την κλήση από το παρ μπριζ και μπήκα μέσα να φύγω. Μέχρι που άκουσα ένα χτύπο στο τζάμι μου και όταν σήκωσα το βλέμμα την είδα.

Λίγο βουρκωμένη, εμφανώς στεναχωρημένη.

"Ήρθες μέχρι εδώ, ε?"

Έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και μπήκε μέσα. Με πήρε αγκαλιά και μου εξήγησε πως δεν γίνεται. Δεν πάει. Εγώ εκεί. Εκείνη εδώ. Εγώ ένας λεπτελίπτος και ευαίσθητος τύπος και εκείνη με το μπινελίκι στη κάννη έτοιμη να πυροβολήσει.

Της είπα να πάμε κάπου να περάσουμε την τελευταία μας μέρα μαζί και συμφώνησε.

Με ρώτησε γιατί ήμουν ντυμένος έτσι (πουκάμισο, σακάκι κλπ) και της είπα επειδή σχεδίαζα να πάμε κάπου όμορφα να φάμε και ότι κι εδώ που βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο μαγαζί θα πηγαίναμε.

"Αααα! Και καλά, δηλαδή?"

Εγώ χαμογελούσα.

"Ναι. Και καλά."

Πήγαμε φάγαμε σε ένα "και καλά" καλό μαγαζί και την πήγα σπίτι της. Μου ζήτησε συγνώμη για τον τρόπο που έφυγε και μου είπε ότι κάποια πράγματα απλά δεν υπάρχουν τα ψυχικά αποθέματα να τα διαχειριστούν κάποιοι άνθρωποι και ότι και εκείνη είναι ένας από αυτούς. Την συγχώρεσα επί τόπου. Και αποδεχόμενος την πραγματικότητα της είπα ότι τουλάχιστον περάσαμε όμορφα. Και ότι αν είχαμε συμφωνήσει να γίνουν έτσι τα πράγματα από την αρχή θα είχαμε γλιτώσει απ' όλη αυτή τη συμφορά και τα τρεχάματα όπως γίνεται και στις ταινίες.

Εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε ότι..........

Share:

Διαφημιστικό στην Γερμανία...

 «Γιατί να συνεχίσω να πηγαίνω σχολείο; Αγαπητό σχολείο, με συγχωρείς πολύ, αλλά σε παρατάω!»

Αυτή είναι μια διαφήμιση μιας τεράστιας εταιρείας αναρτημένη κοντά στο σπίτι μου. Και σε όλες τις στάσεις λεωφορείων. Κι εκεί που συχνάζουν οι νέοι. 


Μια άλλη διαφήμιση, άλλης εταιρείας η οποία στην ουσία ζητάει χαμάληδες να κοψομεσιάζονται και να σηκώνουν έπιπλα για να  τα φορτώσουν στα φορτηγά, λέει απευθυνόμενη στα 16χρονα: 


«Είσαι αθλητικός και δυνατός; Εχεις ενέργεια; Τι να το κάνεις το  σχολείο; Ελα στην εταιρεία μας να κάνεις καριέρα...»


Αυτές είναι δύο από τις εκατοντάδες διαφημίσεις εταιρειών που έχουν στόχο τα παιδιά που μόλις τελείωσαν το γερμανικό αντίστοιχο του Γυμνασίου μας. Εκεί, κοντά στα 16. 


Αλλωστε, στην Τετάρτη Δημοτικού, εκεί στα 10 σου χρόνια, που δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θες να παίξεις μπάσκετ ή ποδόσφαιρο γιατί σου αρέσουν και τα δύο, πρέπει να αποφασίσεις (!) τι επάγγελμα θα κάνεις μεγαλώνοντας, και να πας στο αντίστοιχο σχολείο! 


Αν είσαι ζωηρός (όπως ΠΡΕΠΕΙ να είσαι στα 10 σου) τότε πιθανότατα έχεις κάποια διαταραχή, υπερκινητικότητα, ή μαθησιακή δυσκολία, δεν εξηγείται αλλιώς...


Και πάμε τώρα στην Ελλάδα, που την κοροϊδεύουμε για την παιδεία της και τα χάλια της κι όλα της τα στραβά:


Η Ελλάδα ποτέ δεν σου λέει παράτα τα και τράβα να δουλέψεις. Η Ελλάδα σου λέει διάβασε, μάθε, προσπάθησε πήγαινε ψηλότερα. Και στο λέει μέσα από το σχολείο, μέσα από το στόμα των γονιών ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ κοινωνικής και οικονομικής τάξης.


Απόδειξη για όλα αυτά είναι πως οι Γερμανοί έχουν απολυτήριο Λυκείου (Abitur) o ένας στους τέσσερεις (τώρα πάει κάπως να ανέβει). Οι Έλληνες έχουν απολυτήριο Λυκείου οι 18 στους 20. (Στατιστικές είναι αυτές, δεν τις σκέφτηκα μόνη μου).


Και ναι, χωρίς ίχνος υποτίμησης, ή απεχθών ιδεοληψιών περί εθνικής ανωτερότητας, αλλά καθαρά πρακτικά και στατιστικά, η διαφορά είναι εμφανής. Στις γενικές γνώσεις, στις ειδικές γνώσεις, στο σύνολο της μόρφωσης. Βέβαια, όποιος καταφέρει και ξεπεράσει όλους αυτούς τους σκοπέλους, πάει στο γερμανικό Πανεπιστήμιο, θα ζοριστεί και ναι θα αποκτήσει ευρεία παιδεία. Αλλά πως θα φτάσει εκεί με όλους τους καιρούς εναντίον του;


Οι δικές μας διαφημίσεις τώρα;


«Αρχή πολιτείας απάσης νέων τροφά» Πυθαγόρας. (Θεμέλιο κάθε πολιτείας είναι η ανατροφή των νέων).


 «Αρίστιππος, παρακελεύετο τοις νέοις τοιαύτα εφόδια κτάσθαι, άτινα αυτοίς και ναυαγήσασι συνεκκολυμβήσει» (Ο Αρίστιππος συμβούλευε τους νέους να αποκτούν εφόδια για τη ζωή, ώστε αν ναυαγούσαν να τους βοηθούσαν να κολυμπήσουν)


«Παιδεία είναι η σκληρή και επίπονη προσπάθεια του ανθρώπου, που αρχίζει από τη νηπιακή ηλικία και τελειώνει με το θάνατό του και έχει ως σκοπό την καλλιέργεια των σωματικών, των πνευματικών του ικανοτήτων και την ολοκλήρωση της ηθικής του προσωπικότητας.»


«Η παιδεία είναι το κληροδοτούμενο από γενιά σε γενιά κεφάλαιο των πνευματικών αγαθών, που σχηματίζεται μέσα στην ιστορία και από την ιστορία, με τον ατομικό και συλλογικό μόχθο των ανθρώπων» (Ε. Παπανούτσος)


«την παιδείαν έτερον ήλιον είναι τοις πεπαιδευμένοις» Ηράκλειτος. (Ο Ηράκλειτος έλεγε πως η παιδεία είναι άλλος ένας ήλιος για τους μορφωμένους).


«Ουδέν άλλο έχουσα ες Άδου η ψυχή έρχεται πλην της παιδείας και τροφής» Πλάτωνας (τίποτα άλλο δεν κουβαλάει μαζί της η ψυχή στον Αδη, παρά την παιδεία της και την αγωγή της). 


«η εκπαίδευση των παιδιών μας πρέπει να γίνεται με την επιμέλεια που κάνει η μέλισσα την εργασία της» Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (ένας από τους τρεις ιεράρχες).


Αυτά τα ολίγα, για όσους αναρωτιούνται ποιος ο λόγος να υπάρχουν ελληνικά σχολεία στη Γερμανία, και σε όλον τον κόσμο και γιατί κάποιοι επιμένουμε σε αυτά. Πάνω σε όσα προανέφερα, δηλαδή στη διαφορά κουλτούρας θεμελιώθηκε αυτό το δικαίωμα και στηρίζεται από διακρατικές συμβάσεις. 


Δεν λέω πως η κουλτούρα μας είναι ανώτερη. Λέω απλώς πως είναι διαφορετική και στην Ευρώπη αυτό γίνεται σεβαστό. Γιαυτό παρατήστε ήσυχα τα λίγα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού κι αν είστε έξυπνοι  θα φτιάξουμε κι άλλα. Μάλιστα, όπως είπε κι ένας μαθητής που παρακολούθησε μια ημερίδα που κάναμε, «Αν οι Γερμανοί ήξεραν πόσο καλά είναι τα σχολεία μας θα έστελναν κι αυτοί τα παιδιά τους!»


Υ.Γ.

Δεν έχω όρεξη για ατέρμονη συζήτηση για τα στραβά της παιδείας μας, (άλλωστε ο καθένας είναι ελεύθερος στις προηγμένες χώρες να στείλει το παιδί του σε όποιο σχολείο προτιμά) και εννοείται πως χρειάζεται συνεχή αναβάθμιση και βελτίωση όμως κλείνω με το ρητό του λαού μας:


«ΟΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΠΑΙΔΕΥΕΙ»

Και το παιδεύω δεν σημαίνει βασανίζω. 

Σημαίνει εκπαιδεύω.


(θέλετε να πείτε κάτι καλό; Πείτε το. Θέλετε να πείτε κάτι κακό; Δεν βοηθάει)


Αννυ Λιγνου, μένοντας στην Γερμανία. 

Share:

Αφιερωμένο σε όλους τούς φίλους μου στην βόρεια Ελλάδα

Να’μουν για μία ημέρα «καρντάσι» και όχι απλός φίλος και ένας Μητροπάνος να τραγούδαγε για μένα. Να καυχιέμαι ότι μόνο για τον Βορρά έπαιξε ο Χατζηπαναγής και ο Κούδας, ενώ ο Γκάλης έβαλε ένα τρίποντο για την πάρτη μου, που τον αποθέωνα από την κερκίδα.


Λίμνη Κερκίνης

Να’χα την τύχη να ξυπνήσω στην ομίχλη της Καστοριάς και να γίνω σκηνικό του Αγγελόπουλου σε μία χιονισμένη Φλώρινα. Να’πινα μπύρα με το όνομα Βεργίνα στα Λαδάδικα και να’λεγα ότι αυτόν τον μπαξέ με τις μηλιές και τις ροδακινιές στην Βέροια, τον έχω από τον παππού μου.

 Να πικραθώ από το τσιγάρο και να στρίψω στην γωνία, στην πλατεία των Σερρών, για να φάω Ακανέ Λαιλιά από τον Ρούμπο.

Μία βόλτα να βρέξω τα πόδια μου στην θάλασσα της Χαλκιδικής και να ανέβω μέχρι τα Χαμάμ στο Άγκιστρο να νιώσω ότι αυτός ο τόπος της Μακεδονίας κοχλάζει από τα έγκατά της.

θα’θελα σαν Μακεδόνας να καθίσω στο σκαμνί του Παγκόσμιου Δικαστηρίου γιατί υπερασπίζομαι τα δάση της Δράμας αλλά και την τουλούμπα της Κατερίνης. Να φωνάξω: είμαι ένοχος που αυτή την γη την υπερασπίστηκε ένας Παύλος Μελάς σαν να ήταν ο ίδιος Μακεδόνας, και ότι η μπουγάτσα είναι γλυκιά και αλμυρή γιατί, ως Μακεδόνας, έμαθα να τρώω το αλάτι της Ιστορίας όπως και την γλύκα της.

Να βγω ξημερώματα από το Μινουί, να περπατήσω δίπλα στην Καμάρα έχοντας στα αφτιά μου ακόμη τις πενιές του Καμπουρέλου ενώ η φωνή της Λιλής να γίνεται ένα με τον Βαρδάρη.

Να χορέψω ένα χορό ποντιακό στα χωριά των προσφύγων και στα Γρεβενά να φάω ψητά κρέατα μέχρι η χοληστερίνη να χτυπήσει κόκκινο. Να κυλιστώ μέσα στον κρόκο στα χωράφια της Κοζάνης και στους καταρράκτες της Έδεσσας να καθίσω σ’ ένα παγκάκι.

Θα’θελα ένα μεσημέρι να γίνω «αλύπητος» από ούζο στην Στοά του Μοδιάνου και να φάω με την χούφτα ελιές στο παζάρι του Σιδηρόκαστρου.

Θα’ θελα μια μέρα η μάνα μου να με ρωτήσει: «Να σε φτιάξω κεφτέδες;» και να της απαντήσω: «φτιάξε με γιαπράκια».

Μια μέρα να ήμουν Μακεδόνας για να έχω το καμάρι να λέω ότι όλα αυτά ήταν, είναι και θα είναι δικά μου..

Από τό πιτσιρίκι με αγάπη

Υ.Γ τα περισσότερα τα έχω κάνει !!!!!
Share:

Ναυτικοί. Στιγμές που δεν πληρώνονται ..

Το έχω ακούσει πολλές φορές...

«Έλα μωρέ, κρουαζιέρα κάνουν και πληρώνονται. Βγαίνουν και κάθονται και κάνουν διακοπές. Τόσα λεφτά παίρνουν. Σιγά και τι κάνουν;»
Θα σου πω εγώ, εγώ που τα έζησα από μέσα που λένε, βέβαια έκανα μόνο 2 ταξίδια αυτά της σχολής αλλά ήταν 2 εξάμηνα φωτιά..... από όλες τις πλευρές
Όταν χτυπάει εκείνο το ρημάδι το τηλέφωνο και σου λένε πως φεύγεις, αισθάνεσαι πως ο χρόνος σου με τους αγαπημένους σου τελείωσε.
Απλώς μετράς αντίστροφα μέχρι τη στιγμή που θα γυρίσεις την πλάτη σου στο αεροδρόμιο και θα ξέρεις πως θα κάνεις μήνες μέχρι να ξαναδείς τους ανθρώπους που αγαπάς και σ’ αγαπούν.

Τους βλέπεις να κλαίνε και προσπαθείς να κρατήσεις τα δάκρυά σου για να μην τους κάνεις να αισθάνονται άσχημα. Και μετά γυρνούν στο σπίτι· ίσως βρεθούν με άλλους ανθρώπους και λίγο ξεχαστούν.
Εσύ όμως; Προχωράς με βαριά βήματα προς την πύλη και σκέφτεσαι όλους αυτούς κι αυτά που αφήνεις πίσω σου κι όλα αυτά που θα βρεις μπροστά σου.
Τα άγνωστα και τα περίεργα και τους ανθρώπους που δεν ξέρεις αλλά θα πρέπει να ζήσεις μαζί τους για τους επόμενους μήνες μέσα σ’ ένα σιδερένιο κουτί. Να γίνουν οι οικογένειά σου και να γίνεις κι εσύ γι’ αυτούς αυτό που χρειάζονται.
Ετοιμάζεις τις βαλίτσες σου και θέλεις να βάλεις μέσα όχι ρούχα, αλλά φιλιά κι αγκαλιές, των παιδιών σου κ της γυναίκα σου αν ήταν δυνατόν να τους έπαιρνες μαζί σου, αλλά αυτό δεν γίνεται.

Ξέρεις τι να πάρεις και τι να αφήσεις, μα τα πρώτα που μπαίνουν είναι οι φωτογραφίες. Ναι, οι τυπωμένες παραδοσιακά φωτογραφίες.
Μπορεί να έχεις χιλιάδες μέσα στο κινητό σου αλλά αυτές οι λίγες χάρτινες εικόνες που θα μπουν πάνω από το κρεβάτι σου ή στο γραφείο σου είναι αυτές που θα σε συντροφεύουν σε όλο το ταξίδι .

Θα είναι εκεί όταν γεννηθεί το παιδί σου κι εσύ είσαι μίλια μακριά, όταν πεθάνει κάποιος δικός σου και δεν έχεις προλάβει να τον αποχαιρετήσεις, ή απλώς όταν ο άλλος σου πει «σ’ αγαπώ, θα ήθελα να είσαι εδώ τώρα». Κι εσύ αυτό ήθελες. Δεν ήθελες ποτέ να φύγεις.
Κι έρχεται η τελευταία μέρα πριν το ταξίδι. Ξεκινάς να αποχαιρετάς. Ένα τεράστιο κενό μέσα στην καρδιά, ένα κενό μέσα στο στήθος που δε γεμίζει.
Σε κλείνουν στις αγκαλιές τους και σε γεμίζουν μ’ αγάπη. Είναι όμως και μερικές αγκαλιές που δε θες ν’ ανοίξουν τα χέρια, θες να μείνεις εκεί για πάντα. Να σε σφίγγουν, να κρατάνε κολλημένα τα κομμάτια της καρδιάς σου που σπάνε μακριά τους.
Να κρατήσεις τη μυρωδιά πάνω σου, να νιώθεις ότι η καρδιά τους χτυπάει στο στήθος σου και ξαφνικά, έστω και για μια στιγμή, το κενό να γεμίζει όσο το μυαλό αδειάζει.
Πώς μπορούν να πληρωθούν αυτές οι στιγμές; Ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου. Θα μου πεις, «εσύ το επέλεξες το επάγγελμα». Το επέλεξα, αλλά όχι, δεν είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τ’ άλλα. Δε θα γυρίσεις σπίτι σου το βράδυ, εάν είσαι άρρωστος δε θα πάρεις άδεια (εκτός από σπάνιες περιπτώσεις), εάν σου λείπουν οι δικοί σου θα καλύψεις το κενό μ’ ένα τηλέφωνο ή μερικά μηνύματα- αν τα καταφέρεις. Θα ξέρεις πως ο κόσμος σου στη στεριά συνεχίζει να κινείται κι εσύ θα πρέπει να τον προλάβεις όταν θα ξεμπαρκάρεις



Μια επί πληρωμή φυλακή, που σβήνεις μέρες και δεν τελειώνουν.
Να τους αγαπάτε λίγο παραπάνω τους ναυτικούς.

Το κούνημα της θάλασσας τους ταράζει το μέσα τους και καμιά φορά γίνονται και λίγο περίεργοι ή κουραστικοί. Αλλά δε φταίνε, είναι που θέλουνε να κάνουμε τα πάντα γρήγορα, πριν το τηλέφωνο χτυπήσει ξανά.
Να τους σκέφτεστε και να τους αγαπάτε... έγραφε κάποιος φίλος στο FB , για αυτό έκατσα και σας τα λέω και εγώ.

Υ.Γ 1 έζησα και την περίπτωση στο αεροδρόμιο ΕΛ Βενιζέλος το 1993 η γυναίκα έλεγε στον σύζυγο ( και μην έρθεις πάλι στους 6 μήνες κάτσε κάνα χρόνο να ησυχάσω και εγώ λίγο ..... )

Υ.Γ 2 Στην τραπεζαρία καθόμασταν για φαγητό .... να λέει ένας ανθυποπλοίαρχος δείχνοντας με, δώστο στο δόκιμο να το δώσει , απευθυνόμενος στον Μαρκόνι, και μου έδωσε ένα τηλεγράφημα και το έδωσα στο καπταν Μιχάλη... και ήμουν και χαρούμενος που του έδινα νέα......

Άνοιξε το χαρτί το έριξε μια ματιά το έκλεισε , έφαγε έφυγε , μιλιά δεν είχε ακουστεί όλη την ώρα, Το τηλεγράφημα έγραφε ( Άντρα μου, ευχαριστώ για το μεγάλο σπίτι που φτιάξαμε, ευχαριστώ για το ωραίο αυτοκίνητο, ευχαριστώ για την καλή ανατροφή που έχουμε δώσει μέχρι τώρα στο παιδί μας και δεν του λείπει τίποτα, ευχαριστώ που ήσουν στην ζωή μου και τώρα βρήκα και τον άντρα που θα περάσω τα επόμενα ευτυχισμένα χρόνια. Σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά και να ξαναφτιάξεις την ζωή σου η γυναίκα σου.)

Νόμιζα ότι κάποιος είχε πεθάνει .... μου το έδωσε να το διαβάσω .... σε λίγες μέρες φτάσαμε στην Λαβέρα στη Γαλλία με πήρε μαζί του πήγαμε για πουτανιά να μου δείξει, δεν έβγαινε, καταλήξαμε να μαλώνουμε με κάτι Κινέζους για ενα καραοκε σε μια καφετέρια...

Share:

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts