10/01/2025 - 11/01/2025 ~ katarraktisvillage

Η ΙΣΤΟΡΊΑ ΌΛΩΝ ΜΑΣ🌿🇬🇷

- Μπαμπά, τι γιορτάζουμε σήμερα; Ρώτησε ένα αγοράκι που ανέμιζε μηχανικά μια μικρή πλαστική Ελληνική σημαία την ώρα της παρέλασης.

Ο μπαμπάς πίρε αγκαλιά το αγοράκι ώστε εκείνο να βλέπει καλύτερα και του ψιθύρισε οτι θα του απαντήσει στο σπίτι, όταν γυρίσουν.

Η παρέλαση τελείωσε, τα αγήματα αποχώρησαν, τα εμβατήρια σίγασαν, οι μπάντες ξαπόσταιναν, οι φωτογράφοι αποσύρθηκαν και ο κόσμος έσπευδε να πιάσει στασίδι σε καφετερίες και ταβέρνες.


Ο μπαμπάς με τον γιο γύρισαν σπίτι. Εκεί το αγόρι αφού έβγαλε τα καλά του και φόρεσε τη φόρμα του, έτρεξε και υπενθύμισε στο μπαμπά την ερώτηση.

Εκείνος πήγε στο γραφείο του κι έβγαλε από έναν φάκελο μια φωτογραφία. Την έκρυψε διακριτικά στον κόρφο του και πήρε το αγόρι αγκαλιά στην πολυθρόνα.

- Πριν κάποια χρονιά, πολύ πριν γεννηθείς κι εσύ άλλα κι εγώ ακόμα, κάποιοι ξένοι αποφάσισαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Μάνο που το αποφάσισαν μόνοι τους. Και θέλησαν να το κάνουν με όπλα.

Σκοτώνοντας όσους αντισταθούν. Έτσι λοιπόν έστελναν απεσταλμενους σε διάφορα κράτη ζητώντας τους να παραδοθούν.

Έστειλαν και στην Ελλάδα έναν τέτοιον. Ο απεσταλμένος αυτός γύρισε πίσω με έναν φάκελο που έγραφε μια λέξη με τρία γράμματα.

ΟΧΙ.

Ένα ΟΧΙ που σφηνώθηκε στα μυαλά των στρατιών του κόσμου και βάλθηκαν να κλείσουν τα στόματα αυτόν που το υπερασπιστηκαν.

Μάταια.

Άλλωστε, η Ελλάδα ανέκαθεν γεννούσε Ελληνες.

Και, δεν πολεμάνε οι Ελληνες σαν ήρωες μα οι ήρωες πολεμάνε σαν Ελληνες.

Αυτο νευρίασε πολύ τους επίδοξους κατακτητές. Αποφάσισαν να εξαφανίσουν απο τους χάρτες τη χώρα μας. Γι’ αυτό έστειλαν τις στρατιές του κόσμου ολάκερου. Ιταλούς, Βούλγαρους, Αλβανούς, Γερμανούς. Και μας πολεμούσαν με λύσσα.

Όσο έβλεπαν ότι οι Ελληνες δεν έπεφταν, τόσο λυσσουσαν. Και τόσο θεριευαν την επίθεση. Στα χιονισμένα βουνά. Στις ταραγμένες θάλασσες. Στις ανεμοδαρμενες κορυφές. Στο μπλε του ουρανού μας. Μας χτυπούσαν παντού. Κι εμείς τί ήμασταν; Μια χούφτα λαός.

Αν βγάλεις τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παιδιά, τι έμενε; Εδω όμως ήταν το λάθος τους.

 Υπολόγισαν χωρίς όλους αυτούς.

Στον πόλεμο αυτόν πήραν μέρος όλοι παιδί μου. Οι γέροντες κράτησαν όπλο. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους πολεμιστές. Πολλές από αυτές πολέμησαν πιο γενναία κι από άντρα. Τα παιδιά έκλεβαν ο,τι μπορούσαν και το έδιναν στους δικούς μας. Και οι άντρες μας…

Οι αντρες μας σ’ αυτον τον ατελειωτο χειμωνα σταθηκαν ορθιοι μπροστα στο θανατο. Τον εφτυσαν στα μουτρα και φωναξαν μια λεξη που αντηχησε στα περατα της γης.

ΑΕΡΑ φώναξαν και σείστηκε το σύμπαν. Κι ακούστηκε και στα έγκατα του Αδη και τρόμαξαν οι εχθροί.


219 μέρες γράφουν τα βιβλία αντιστάθηκαν τα παλικάρια αυτά.

 Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς όπλα πολλές φόρες, χωρίς ρούχα ζεστά, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς ανάσα. Κι έπαιρναν στη πλάτη τους λαβωμένους κι έτρεχαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου να σώσουν ο,τι μπορούσε να σωθεί. Και να ξαποστάσουν μια σταλιά.

 Και μετά πάλι στα χιόνια, με παγωμένα χέρια και πόδια να δαγκώνουν τα χείλη τους και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν έπαθε κρυοπαγήματα, δεν είναι ματωμένοι, δεν είναι ετοιμοθανατοι. Γιατί αν το πίστευαν αυτό τότε ο εχθρός θα έφτανε στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σε εμάς.

Και σκοτώθηκαν πολλοί. Ούτε ένας μάταια όμως. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν σκοτωμένο. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν ήρωα. Κάθε σπίτι έχει έναν λόγο να θρηνεί. Και τον ίδιο ακριβός λόγο να υπερηφανευεται.

Κι έτσι εμείς οι Ελληνες έχουμε όλοι σχεδόν από μια τέτοια φωτογραφία (βγάζει την φωτογραφία και την δείχνει στο αγόρι).

Το αγόρι αφού την επεξεργαστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, σκύβει και φιλάει την κενή στολή.

- Μπαμπά η στολή αυτή ήταν του παππού, του μπαμπά σου δηλαδή;

- Ναι παιδί μου, του παππού απάντησε βουρκωμένος ο μπαμπάς.

- Μπαμπά, κατάλαβα τι γιορτάζουμε σήμερα. Μάνο που δεν ξέρω αν είναι μέρα χαράς ή λύπης.

Δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Παίρνει τους ανθρώπους και αφήνει τις στολές.

Ο πατέρας έσφιξε στην αγκαλιά το αγόρι και φίλησε ευλαβικά κι εκείνος την στολή.

Την στολή που φιλοξενεί την ψυχή της Ελλάδας.

Χρόνια πολλά Ελλάδα.


Share:

old, but never old

Στο σχολείο δεν περνούσα καλά. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που νοσταλγούν τα μαθητικά τους χρόνια. Μετά, όταν σπούδαζα, πέρασα καλά, γυμνάσιο και κυρίως λύκειο όμως, ήταν μαύρη περίοδος… Κυρίως λύκειο, πόσο άσχημη περίοδος Χριστέ μου.


 Δεν είχα παρτίδες με τα άλλα παιδιά, μόνο με την κολλητή μου, απομονωμένες από επιλογή μας, δεν υπήρχε κανένα σημείο επαφής με τα άλλα παιδιά, με τους καθηγητές, με τους γονείς μου σπίτι, ξυπνούσα και κοιμόμουν με την επιθυμία να εξαφανιστώ, να αρχίσω να τρέχω κ να μην σταματήσω μέχρι να είμαι μακριά από όλους και όλα.. να χαθώ στο πλήθος, ανάμεσα σε αγνώστους. Οι γνωστοί με απωθούσαν.


Είχα στοχοποιηθεί από συγκεκριμένα παιδιά. Χωρίς λόγο. Χωρίς κανέναν γμημέν0 λόγο. Λες και τράβηξαν λαχνό, “ποιανού θα κάνουμε φέτος τη ζωή, εφιάλτη;” Και τράβηξαν το χαρτάκι με το όνομα μου. Δεν τους είχα πειράξει, πως με ξεχώρισαν ανάμεσα στο πλήθος και γιατί;


Ναι, ασφαλώς θυμάμαι τα ονόματά τους. Τις φάτσες τους. Μέχρι κ τις μυρωδιές τους, όταν με πλησίαζαν, γιατί μου προκαλούσαν ναυτία. Τους έχω ψάξει κ στο φμπ, ποζάρουν περήφανα σε σέλφις, αγκαλιά με τους/τις συντρόφους τους, με τα παιδιά, με τα κατοικίδια τους. Και κρατιέμαι με το ζόρι, να μη γράψω κάτω από αυτές τις φωτός: “ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ. ΣΕ Μ1ΣΩ ΑΚΟΜΑ”


Δυστυχώς, δεν ήμουν καν, ο μόνος λαχνός που είχαν τραβήξει. Πολλά παιδιά υπέφεραν.


Μια φορά στο σχολείο, με είχαν κολλήσει σε έναν τοίχο επειδή λέει ήμουν “φρικιό” και με έφτυσαν – φορούσα μαύρο τζην κ μαύρη μπλούζα, άκουγα ροκ κ χεβι μεταλ κ όχι ελληνικά (ναι, προφανώς είχε σημασία τότε κ η μουσική που άκουγες σε χαρακτήριζε σε σημείο αποξένωσης σου από το σύνολο) – δεν διάβαζα τα μαθήματα του σχολείου, ήμουν μέτρια μαθήτρια, αλλά είχα διαβάσει πιο πολύ λογοτεχνία από τις εκάστοτε φιλολόγους μας, προσπαθούσα να αποφεύγω να περάσω από τον διάδρομο του ισογείου με το ράφι με τα βιβλία, γιατί συνήθως μου πετούσαν βιβλία στο κεφάλι, και το χειρότερο από όλα αυτά ήταν πως, δεν ήμουν καν το παιδί που κορόιδευαν περισσότερο από άλλα. Συγκριτικά μάλλον την έβγαλα καθαρή, υπήρχαν πολλά παιδιά συμμαθητές μου, που τυραννιόντουσαν περισσότερο… Η σπυριάρα, ο χ0ντρός, ο σιδερ0δόντης, ο καθυστερημέν0ς, η ψε1ριάρα, ο Αλβανός, η γύφτ1σσα… Εγώ ήμουν η Μάτζικα Ντε Σπελ. (Αδύνατη, μαύρα ρούχα, πολλά μαύρα μαλλιά, αντικοινωνική, do the math… Η οποία, Μάτζικα, τώρα που το σκέφτομαι ήταν κ γμώ τα τυπάκια, δηλαδή τώρα θα το έπαιρνα ως παράσημο να με έλεγαν έτσι, τότε όμως… με ζόριζε)


Ένα μεσημέρι Παρασκευής, χειμώνας ήταν, γύρισα σπίτι, και ήταν όλα δύσκολα. Οι γονείς μου είχαν σκ0τωθεί πάλι μεταξύ τους, ήταν λίγο πριν τον οριστικό χωρισμό τους – το σχολείο μου φαινόταν πως δεν θα τελείωνε ποτέ, ένιωθα άσχημη και χαζή, κρύωνα πολύ. Μέσα μου, κρύωνα πολύ, δεν μπορώ να σας το περιγράψω, το από μέσα μου, πίσω από το στομάχι μου κ μέσα στο μυαλό μου. Κρύωνα πολύ.


Θυμάμαι κάποιον.


 Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του, ήμασταν πολλά χρόνια μαζί στo ίδιο τμήμα, τον συμπαθούσα. Ήταν καλός. Γελούσαμε με τα ίδια αστεία, ακούγαμε την ίδια μουσική και αν όλος ο κόσμος κατέρρεε (που το ευχόμουν συχνά) σκεφτόμουν πως αν έμενα μόνο εγώ και εκείνος ζωντανοί, δεν θα με πείραζε πολύ. Είπαμε, ήταν καλός.


Μα, εκείνη την Παρασκευή, που όλα ήταν δύσκολα για μένα, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μυαλό μου, παντού.. και ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ήμουν πολύ κοντά σε αυτό που λέμε “όριο” στη ζωή ενός ανθρώπου (φανταστείτε πόσο πιο δραματικό είναι αυτό, όταν μιλάμε για ένα εφηβάκι…) ΕΚΕΙΝΗ την μέρα λοιπόν, εκείνη την Παρασκευή, σε ένα διάλειμμα, όπως ανέβαινα τη σκάλα του σχολείου, πέρασα μπροστά από μια παρέα αγοριών, ανάμεσα τους και εκείνος, αναθάρρησα. Ενώ κανονικά θα έσκυβα το κεφάλι, γιατί ΗΞΕΡΑ πόσο σκατ0μαλάκες ήταν αυτή η παρέα και επιδίωκα να περάσω απαρατήρητη επειδή τους φοβόμουν, ΕΚΕΙΝΗ τη μέρα, επειδή ήταν αυτός μαζί τους, σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και χαμογέλασα. Επειδή ήταν εκείνος εκεί. Και ΕΚΕΙΝΟΣ ήταν φίλος μου.


Και αυτός με είδε. Και ένιωσε την ανάγκη προφανώς, να “ανήκει” κάπου. Να γίνει αποδεκτός κ ισάξιος με τους άλλους, είχε ανάγκη την επιδοκιμασία τους. Με οποιοδήποτε κόστος. Γύρισε προς εμένα και φώναξε ΔΥΝΑΤΑ, να ακουστεί καθαρά, “ΤΙ ΓΕΛΑΣ ΜwΡΗ ΒΡ0ΜΙΑΡΑ, ΦΡΙΚ0ΥΛΟ”


Πάγωσε ο χρόνος. Slow motion… Στα αυτιά μου αντηχούσαν επί ώρες τα γέλια, όλου του σχολείου εις βάρος μου.


ΒΡ0ΜΙΑΡΑ ΦΡΙΚ0ΥΛΟ.


Τατουάζ οι λέξεις στο μέτωπο μου, να το βλέπουν όλοι. 


Γιατί, ενώ έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τότε, δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα; Γιατί χαράχτηκε εκείνη η στιγμή με λέιζερ, στις εγκεφαλικές συνάψεις μου;


Εντάξει, δεν είμαι η Κάρρυ του Στήβεν Κινγκ, δεν τους εκδικήθηκα όλους αυτούς, δεν χυθήκανε κουβάδες με κόκκινη μπογιά στο κεφάλι μου και δεν τους αιματ0κύλισα ποτέ… Και το σχολείο τέλειωσα και από εκείνο το μπ0υρδέλ0 έφυγα και τον τύπο τον πέτυχα λίγο καιρό μετά που τελειώσαμε το λύκειο και έφαγε σκάλωμα μαζί μου “ρε συ, πόσο έχεις αλλάξει, τι όμορφη που είσαι” και τα αρχδια του πήρε εννοείται, όσο και να χτυπιόταν δεν έκανα ποτέ τίποτα μαζί του.


Εκείνη την Παρασκευή όμως, θα τη θυμάμαι όσο ζω. Γύρισα σπίτι από το σχολείο, οι δικοί μου να σκ0τώνονται στην κουζίνα, ούτε που με είδαν (καλά, ούτως ή άλλως κ όταν με έβλεπαν, αόρατη ήμουν για εκείνους τότε, είχαν τα δικά τους) – μπήκα στο δωμάτιο μου, ανάμεσα στο γραφείο μου κ το κρεβάτι μου υπήρχε ένα κενό, χώθηκα εκεί ανάμεσα και έριξα από πάνω μου μια χοντρή κουβέρτα. Κουλουριάστηκα να μη φαίνομαι, να μη βλέπω, να μην με βλέπει και κανείς.. Και έβγαλα το δάχτυλο μου από την κουβέρτα, μόνο για να πατήσω το play. ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΞΑΝΑ. ΩΡΕΣ. ΣΥΝΕΧΕΙΑ…


Νομίζω δεν σταμάτησε από τότε να παίζει. Ούτε μία μέρα. Καμιά φορά νομίζω πως δεν βγήκα καν από εκείνη την κουβέρτα, ανάμεσα στο γραφείο και το κρεβάτι μου. Μπορεί και να βγήκα, ή μπορεί απλά να χώνομαι εκεί κατά περιόδους.


Πάντα όμως με την ίδια μουσική. Non stop.


Για πάντα 15-16-17 χρονών.


You’re still alive

She said

Oh do I deserve to be?

Is that the question?

And if so, if so

Who answers?


Νομίζω ζω, εξ αιτίας του Eddie.

Share:

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts