Ίντα γίνεται τα Χριστούγεννα στον Καταρράκτη ~ katarraktisvillage

Ίντα γίνεται τα Χριστούγεννα στον Καταρράκτη

 

Μακριά σε ένα χωριό της Χίου τον Καταρράκτη ζει ένας παππούς που είναι φημισμένος για τις ιστορίες του… Ο μπάρμπα Κωστής ο παραμυθάς!!! Έτσι τον φώναζαν όλοι γιατί κάθε φορά που κατέβαινε στον καφενείο άρχιζε τις ιστορίες από τα παλιά. Άλλες φορές αληθινές και άλλες τις έβγαζε από το κεφάλι του. Οι γέροι τον έκαναν χάζι και τα παιδιά τρελαίνονταν να κάθονται δίπλα του και να ακούνε ότι είχε να τους πει.

  Εκείνο το πρωί είχε πάει στο χωράφι να σπείρει κάτι κουκιά και να μαζέψει λίγα χόρτα για να βάλει τη φωτιά το μεσημέρι να ψήσει το φαί του. Γύρισε άλλαξε τα ρούχα του, πήρε την κουτσούνα* του, έβαλε το καπέλο του και ξεκίνησε για ίσια κάτω να βρεις του άλλους στο καφενείο, να κάμει τη βότα του.

Κατηφόρισε λοιπόν τον Καραβά και έφτασε στο λιμανάκι, όταν έφτασε στο καφενείο όλοι ήταν εκεί.

-Ιντα έγινε βρε βεγγέρα έχομε σήμερα και είστε όλοι μαζομένοι εδωνά; Ερώτηξε ο μπαρμπα Κωστής

-Κάτσε μπαρμπα-Κωστή να σου βάλω το ουζάκι σου, του είπε ο Μαθιός

Έκατσε στη θέση που κάθεται συνήθως, εκεί που μπορούσε  να αγναντεύει τη θάλασσα!

 

Εκείνη την στιγμή τα παιδιά είχαν μαζευτεί και κατέβαιναν για παιχνίδι. Με το που βλέπουν τον μπαρμπα-Κωστή έτρεξαν κοντά του.

-Ε μπάρμπα, έχεις καμιά ιστορία να μας πεις; του ‘πε ο μικρός Νικόλας

- Βρε αφήκετε με να πιω το ούζο μου με την ησυχία μου!

-Έλα μπαρμπα-Κωστή! του είπε το πιο μικρό της παρέας το Ερηνάκι, και τον ετουμπάρησε

-Ας είναι!!! Τι θετε να σας πω;

-Πες μας μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία

-Μια Χριστουγεννιάτικη έ; Κάτσε να σκεφτώ… και έκανε τάχα μου ότι δεν είχε καμιά πρόχειρη.

Και συνεχίζει…

«Χριστούγεννα ήταν θυμάμαι και εγώ ήμουν δέκα χρονών τότες και διαόλου κάλτσα όπως είναι γνωστό. Δεν με έκαμνε ζάφτι* η μάνα μου και όλη μέρα με κυνηγούσε με το βεργί. Εκείνα τα Χριστούγεννα είχε έρτει και ο πατέρα μου από τα καράβια. Είχαμε καιρό να κάμομε όλοι μαζί γιορτές. Προπαραμονή των Χριστουγέννων με έστειλε η μάνα μου να πάω ίσαμε του μαστρο-Γιώργη που χε γουρούνια να πάρω το κρέας που είχε μηνύσει να της ετοιμάσουν  και να μου δόκει μια φούσκα να σιάξω την τραμπούκα μου. Να την έχω έτοιμη για αύριο για τα κάλαντα. Σαν ξημέρωσε σηκώθηκα πρώτος - πρώτος με την αγωνία να πάω να πω τα κάλαντα να μαζέψω του κόσμου τα καλούδια και τα φράγκα από τους συγγενείς. Με το που με ένιωσε η μάνα μου, μου είπε πρώτα να πάω να φέρω ένα πασούλι* να σχιάξει με τον πατέρα μου το χριστόξυλο. Όταν επέστρεψα από το χωράφι και ήκαμα αυτό που μου μήνυσε η μάνα μου βούτηξα την τραμπούκα μου και το μικρό τουρβά* και πήρα τον κατήφορο.

Με το που νετάρισα* και μάζεψα ότι είχα να μαζέψω πήρα το δρόμο ίσα πάνω για το σπίτι. Καθώς ανέβαινα είπα να κόψω δρόμο  για να βγοδώνω*, να πάω μεσαριά* από το χωράφι του Γιάννου. Σαρτώ* το φράχτη και να σου βρίσκομε μέσα στο μαντρί, με το που με βλέπει ο τράγος με παίρνει στο κυνήγι. Λίγο πριν προλάβω να φτάσω στην απέναντι πλευρά με πετυχένει στα πισινά και πάρε με κάτω. Κάνω τα ρούχα μου μέσα στα βερβελίδια* ενώ τα αυγά που ‘χα στις τσέπες μου εγίνηκαν  ομελέτα.

Γυρνώ στο σπίτι, μες στη βρωμιά. Η μάνα εκείνη την ώρα έσιαχνε το Χριστόψωμο και ο πατέρας καθάριζε τον φλουγγάρο* μην τυχον κ βρουν πατηματα τα καλικαντζάρια και κατέβουν και μας μαγαρίσουν τα γλυκά. Με το που με βλέπει η μάνα μου σε αυτό το χάλι αρχισε να με κατσαδιάζει* και να ακούω τα Πρωτοχρονιάτικα μου και ας είχαμε Χριστούγεννα. Πιάνει τις φωνές όξω ποδάρι*.

-         Ε κακορίζικο και σε πιάσω στα χέρια μου. Τι χάλια είναι βρε αυτά; Γούσουρα* θα μου κατεβάσεις. Πως θα βαλω βρε μπουγάδα παραμονές Χριστουγέννων που θα ‘ρθουν οι κατσικάδες* και θα τα λιώσουνε τα ρούχα;;; Κοκοχράχει η ωρα σου*.

Και άλλα πολλά είπε… Και έγω ηφυα και επήα και κλειδώθηκα στην κάμαρη μου και μήτε άχνα δεν ήβγαλα. Ήβγα από κει

μέσα την άλλη μέρα, ημέρα Χριστουγέννων όταν με φώναξε η μάνα μου να ντυθώ, να πάμε στην εκκλησιά για τον εσπερινό της Παναγιάς. Η μάνα μου είχε ετοιμάσει όλα τα γλυκά και τα είχε πάνω στο τραπέζι. Κουρκουμπίνους*, φοινίκια *με πετουμέζι*, μαμούλια, μασουράκια*, ένα σωρό καλούδια και εγώ που ήμουν λιμασμένος* μια μέρα ολάκερη τα έβλεπα και τρέχανε τα σάλια μου.

Ντυθήκαμε, στολιστήκαμε μου έκαμε και η μάνα την μπόρκα* μου και ήμασταν έτοιμοι για να πάμε στην εκκλησιά αλλά η φωτιά από το τζάκι δεν ήθελε να σβήσει και η μάνα κατάλεγε που θα αργούσαμε και τι θα πει ο παπάς. Φύγαμε άρον -άρον με το τζάκι να σιγοκαίει.

Μετά από κανένα μισάωρο ο πατέρας μου , μου έγνεψε να πάω ως το σπίτι να δω τι έγινε με τη φωτιά. Επήρα το δρόμο για το σπίτι τρεχάτος, με το που φτάνω απέξω θωρώ έναν καγκαδιασμένο* να παλεύει να μπει μέσα στο σπίτι μας. Ήταν χοντρός πάνω και είχε λεπτά ποδάρια ,μακριά ουρά και μια μύτη σαν μελιτζάνα. Κατσικάς* να δεις πως είναι σκέφτηκα. Δεν είχα δει ποτές μου .Κάνω ένα βήμα μπροστά να δω καλύτερα, πατώ ένα κλαδί και με το θόρυβο με παίρνει χαμπάρι.

-Επ! Δικό σου είναι το σπίτι μου λέει; Άνοιξε να μπω. Θέλω να φάω όλα τα γλυκά που η μυρωδιά τους μου έσπασε τη μύτη.

Δεν είσαι καλά σκέφτηκα βρε αγαλιά* που θα σου αφήκω εγώ να φας τα γλυκά μας, που τα έβλεπα και τα λιγουρευόμουν για του λόγου μου. Σκέφτομαι λοιπόν πώς να του την φέρω.

-Γιάντα* του λέω να φας μόνο τα δικά μας; Ενώ μπορώ εγώ εύκολα να σε βοηθήσω να μπεις και στα άλλα σπίτια τώρα που λείπουν οι χωριανοί στην εκκλησιά και να φας όλα τα γλυκά. Και εδώ δίπλα έχει ένα σπίτι που τα γλυκά του και τα καλούδια του είναι πολλά. Που βασιλιάς δεν έχει δει ποτέ του. Ας ξεκινήσουμε από εκεί…. Αλλά θέλω και εγώ το μερτικό μου.

- Σύμφωνοι, λέει ο Καλικάντζαρος

- Ξέρω, του λέγω, που κρύβουν το κλειδί άμα λείπουν. Θα το πάρουμε και θα μπούμε εύκολα στο σπίτι.

Υπνωτισμένος ο καλικάντζαρος από τις μυρωδιές με ακολούθησε χωρίς να πει κουβέντα. Και φτάνουμε στο στάβλο του Νικολή.

-         Εδωνά του λέγω ο θειος ο Νικολής κρύβει στ’ άχυρα το κλειδί, πίσω από το γαϊδούρι. Εγώ μπροστά θα απασχολώ τον γάδαρο και εσύ θα πας από τα πισινά του να πάρεις το κλειδί.

Χωρίς να χάσει καιρό ο καλικάντζαρος τρέχει να βρει το κλειδί στα άχυρα. Με το που ζυγώνει από πίσω από το γάδαρο δίνω μια ξυλιά στα πισινά του γαιδάρου. Σηκώνει ο γάρος* το πισινό του το ποάρι* και κανεύγει τον καλικάντζαρο. Του δίνει μια κλωτσιά που τέτοια δεν έχει ξαναδώσει. Από το πόνο ο καλικάντζαρος άρχισε να τρέχει και ακόμα τρέχει.»

 

Τα παιδιά άρχισαν να γελάνε με την ψυχή τους... Το μικρό Ερηνάκι ρώτησε τον μπάρμπα-Κωστή.

-         Μπάρμπα-Κωστή; Ξανάρθε από τότε ο Καλικάντζαρος αυτός; Τον ξαναείδες….;

 

Κλείνοντας τη μαγική του σφαίρα, μονολόγησε…

«Φυσικά και δεν ξαναπήγα σε αυτό το χωριό. Και όσο είναι εκεί ο μπαρμπα-Κωστής ούτε πρόκειται. Ακόμα κουτσαίνω από το ένα πόδι!!!»

                                                                                                                                                 Καλικάντζαρος Παγανός

 

Τα έθιμα και κάποιοι ιδιωματισμοί είναι από το βιβλίο «Μιάν βολάν το έναν τσαιρόν ήτον…»

Του Γιάννη Κολλιάρου, εκδόσεις Αιγέας

Ιδιωματισμί – Λεξιλόγιο, Κουτσούνα: βέργα, Ζάφτι :καλά, Πασούλι: κούτσουρο, Τουρβά: δισάκι

Νετάρισα: τελείωσα, Βγοδώνω: κάνω γρήγορα, Μεσαριά: σύντομος δρόμος, Σαρτώ: πηδώ, Βερβελίδια: κοπριά κατσίκας

Φλουγγάρο: Καμινάδα, Κατσαδιάζει: στολίζω με βρισιές, Όξω ποδάρι: οργισμένη, Γούσουρα: θανατικό

Κατσικάδες: καλικάντζαροι, Κακοχράχει η ώρα σου: κακό χρόνο να ‘χεις, Κουρκουμπίνους: γλυκό με αλεύρι, πορτοκαλάδα και λάδι, Φοινίκια με πετουμέζι: μελομακάρονα,Μαμούλια: γλυκό γεμιστό με αμυγδαλόψιχα

Μασουράκια: παραδοσιακό χιώτικο γλυκό, Λιμασμένος: Πεινασμένος, Μπόρκα: κόμμωση, Καγκαδιασμένο: Ασχημος, Αγαλιάς: Χαζέ, Γιάντα: Γιατί, Γαρός: Γάιδαρος, Ποάρι: Πόδι

 Ασπασία Καραπιπέρη εκπαιδευτικός 

Υ.Γ Μην ξεχνάτε να κάνετε like στην σελίδα μας και να κοινοποιήσετε το άρθρο ε!!

Share:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

> Ελπίζουμε να βασιστούμε σε πιστούς αναγνώστες και όχι σε ακανόνιστες διαφημίσεις. Ευχαριστώ!

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Blog Archive

Recent Posts