Άνοιξε τα μάτια και …αυτοί οι κουραμπιέδες της μάνας, με πρόβειο βούτυρο και καβουρντισμένα μέσα σ’αυτό τα αμύγδαλα, ήταν η αξεπέραστη Χριστουγεννιάτικη μυρωδιά, που του έφτιαχνε το κέφι αυτές τις μέρες και του’φερνε αυτόματα στα χείλη το «παραπαπαμ παμ» του Μικρού Τυμπανιστή των παιδικών του χρόνων, που για κάποιο λόγο, ποτέ δεν ξέχασε.
Κόντευε η ώρα 9, τίναξε το πάπλωμα και σηκώθηκε μονομιάς.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζεμένες δουλειές και έπρεπε στα γρήγορα να ετοιμαστεί.
Ξύρισμα με πινέλο, αφρός με σαπούνι και δέρμα βελούδο- α ρε παππού, σοφός ήσουν, σοφά τα΄λεγες και όλα έτσι ήταν, σκέφτηκε κι έσερνε το ξυράφι με μαεστρία στο μεσήλικο πια πρόσωπο, που ο χρόνος όμως, του είχε συμπεριφερθεί γενναιόδωρα .
Κι ενώ αυτά σκεφτόταν, να πάλι στα ξαφνικά αυτό το περίεργο συναίσθημα που τον ταλαιπωρούσε τον τελευταίο καιρό, που να το εξηγήσει δεν μπορούσε και που πάλι τον βύθιζε σε σκέψεις και αναζητήσεις που κατέληγαν πάντα στο «γιατί νιώθω έτσι;- ποιος είμαι; – τί κάνω» ;
Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα του μονίμως ανικανοποίητου- «δεν μου φτάνει», «δεν μου είναι αρκετό», «δεν είναι σπουδαίο», «το συμφέρον μου επιτάσσει ..»- που τον κατέκλυζε και τον ακινητοποιούσε συναισθηματικά, τον ρουφούσε σε σκοτεινή δίνη που από την μια, όλα όσα είχε του φαίνονταν λίγα ή και αυτονόητα κι από την άλλη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τίποτε δεν του έφτανε τελικά…
Τα οικονομικά του πήγαιναν μια χαρά, τα παιδιά του καλά , οι εξετάσεις του καλές, φίλους κολλητούς ποτέ δεν είχε- αλλά και πολύ δεν τον ένοιαζε, τις επενδύσεις του τις έκανε επιτυχώς, στη δούλεψή του ανθρώπους κατάφερε κι έβαλε με τους δικούς του όρους, λεφτά στην τράπεζα πολλά, τις γνωριμίες και τις σχέσεις τις εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο για να γίνει γνωστός, άλλαζε κυνικά τα στρατόπεδα ανάλογα με τα συμφέροντά του- τέλος πάντων, έκανε όλα όσα έπρεπε για να υπερασπιστεί τα «συμφέροντά του»…
«Δηλαδή, τί άλλο πρέπει να κάνει κανείς; Δεν πρέπει να κοιτάζει το συμφέρον του; Να αυγατίζει την περιουσία του; Να αρπάζει τις ευκαιρίες των γνωριμιών; Αυτό δεν είναι η ζωή; Πόλεμος συμφερόντων ; Αγώνας επιβίωσης του ισχυρότερου;» σκέφτηκε συνεχίζοντας να ξυρίζει νευρικά , ένα πρόσωπο που δεν είχε πια γένια…
Από την άλλη, ο χαρακτήρας του Σκρούτζ , δεν του άρεσε ποτέ. «Τσιγγούνης σε όλα του – όχι μόνο στα λεφτά του, αλλά κυρίως στα συναισθήματα, στην έκφραση της αγάπης, της ανθρωπιάς», μονολόγησε ...
«Μα καλά, πώς μου’ρθε ο Σκρούτζ τώρα; Τί σχέση έχω εγώ με αυτό τον τιποτένιο χαρακτήρα; Που δεν αγαπούσε ούτε τον εαυτό του; Που δεν αγαπούσε κανέναν ; Α, δεν πάει άλλο! Χειροτερεύει το πράγμα! Πώς επιτρέπω η ανόητη αυτή σκέψη να τρυπώνει στο μυαλό μου και να μου προκαλεί αυτή την ταραχή;;» αναρωτήθηκε μέσα στο σκοτάδι της ψυχής του.
Αναζητώντας τις απαντήσεις, οι εικόνες της ζωής του πρόβαλαν μπροστά του σαν μια ταινία μικρού μήκους: το ξεκίνημα με άριστη οικονομική κατάσταση, το βόλεμα στο δημόσιο για την καταξίωση, οι σπουδές σε ώριμη ηλικία για κοινωνικούς λόγους, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που χρησιμοποίησε για την ανέλιξή του, οι «φίλοι» πάντα ευκαιριακοί, οι «αγαθοεργίες» του πάντα να φαίνονται στον κόσμο, στο πρόσωπο του γιου του όλες οι προσδοκίες μιας λαμπρής επαγγελματικής και πολιτικής καριέρας. Παράλληλα, η μόνιμη τακτική του να μην εκφράζει ποτέ τα συναισθήματά του, να «κρύβει» μέσα του βαθιά το θυμό του- ακόμη κι γι ‘αυτά που θεωρούσε κραυγαλέα άδικα για τον ίδιο, να μην συζητά ειλικρινά, να συμβιβάζεται με το «συμφέρον», να σιωπά για το «συμφέρον», να πράττει για το «συμφέρον» …
Ξεπήδησαν μέσα στο σκοτάδι και οι βαριές κουβέντες που ξεστόμισε για ανθρώπους που ποτέ δεν τον πείραξαν, οι άδικες κατηγόριες, οι ύπουλες τακτικές – μόνο γιατί έπρεπε να τους κοντύνει, για να φανεί ο ίδιος ψηλός.
Και η άγνωστη γι’αυτόν λέξη της «συγγνώμης» , που δεν είπε ποτέ, που δεν ξεστόμισε ποτέ από τα χείλη σε όσους έπρεπε, σε όσους όφειλε, σε όσους μπορούσε.
Αυτό ήταν τελικά το σκοτάδι που τον στοίχειωνε; Αυτή ήταν η μοίρα του;
Να τα έχει όλα και να νιώθει ότι έχει τίποτε;
Μουτζούρωσε με θυμό τον καθρέφτη του μπάνιου, κάνοντας κύκλους μανίας με το πινέλο και τον αφρό. Κι άλλος κύκλος, κι άλλος , κι άλλος …..γέμισε ο καθρέφτης με αφρό – δεν έβλεπε πια το πρόσωπό του… δεν ήθελε ή δεν μπορούσε… έσκυψε αποκαμωμένος.
Εξω από την πόρτα του σπιτιού ,ακούστηκαν τα πρώτα κάλαντα της ημέρας : «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά….». Εμεινε ακίνητος. «Η νέα χρονιά…», σκέφτηκε .
Κοίταξε ξανά τον μεγάλο καθρέφτη. Ανάμεσα στους αφρισμένους κύκλους της μανίας του, διέκρινε ένα μικρό ολοστρόγγυλο φωτεινό κενό, όπου καθρεφτίζονταν τα χείλη του, σαν να ήταν αυτά που σκόπιμα ξεχώρισαν και βρήκαν το δρόμο στο Φως.
Εκείνη τη στιγμή, στα χείλη αυτά είδε όλες τις «συγγνώμες» που τώρα ήθελε να πει, όλα τα όμορφα λόγια που ήθελε να μοιραστεί, όλες τις αγνές ευχές που από την καρδιά βγαίνουν, όλους τους ανήμπορους που μπορούσε να βοηθήσει χωρίς να φαίνεται, όλα τα σχέδια της ζωής που μπορούσαν να προχωρούν και χωρίς το «συμφέρον», όλους τους φίλους που μπορούσε να ξανααποκτήσει μιλώντας, για πρώτη φορά, ειλικρινά μαζί τους…
«…Αγιος Βασίλης έρχεται και όλους μας καταδέχεται από την Καισαρεία, σ’εισ’αρχόντισσα κυρία..» τα παιδιά τραγουδούσαν ακόμη .
Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, κρατώντας το «παραπαπαμ παμ» στα δικά του χείλη, αποφασισμένος να μην ξαναχάσει από μέσα του το αγόρι που δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει στο μικρό Χριστό, παρά μόνο την άδολη Αγάπη του, μέσα από τον ήχο του τυμπάνου του.
Ένας απλός ήχος, ενός απλού τυμπάνου. Ένα «παραπαπαμ παμ» μόνο …
«Προλαβαίνω» , σκέφτηκε !
Ευαγγελία 🌲🌲καλή χρονιά σε όλους!