Καλησπέρα και καλή χρονιά σε όλους!!
Τι προσφέρει η επαφή με τα ζώα στα παιδιά
Μήπως αυξήθηκε το ιικο φορτίο εξαιτίας των Ναών; Όχι. Τότε; Θεοφάνεια γιοκ....
Αύριο όλη η Ελλάδα θα ήταν έτοιμη για (κολύμπι) είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά όλοι θα παρακολουθούσαμε τον αγιασμό των υδάτων!
👈Φέτος τέτοιες σκηνές δεν θα δούμε, δεν ξέρω καν εάν οι εκκλησιές θα ανοίξουν και ποιες, υπάρχει μια διαμάχη των Κορωναίων κεφαλών…
Μεγάλη εορτή του Χριστιανισμού, σε ανάμνηση της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (ή Βαπτιστή).
Το όνομα της εορτής προκύπτει από τη φανέρωση των τριών
προσώπων της Αγίας Τριάδας, που σύμφωνα με τις Γραφές συνέβη κατά τη Βάπτιση
του Ιησού. Στις Δυτικές Εκκλησίες, τα Θεοφάνια είναι περισσότερο συνδεδεμένα με
την προσέλευση και την προσκύνηση των Τριών Μάγων στη Φάτνη της Γέννησης του
Ιησού.
Όταν ο Ιησούς έγινε 30 ετών βαπτίστηκε στον Ιορδάνη Ποταμό
από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, που ήταν έξι μήνες μεγαλύτερός του και ασκήτευε
στην έρημο, κηρύσσοντας το βάπτισμα της μετανοιας. Τη στιγμή της Βάπτισης,
κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και
ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Ούτος εστί ο Υιός του Θεού ο
αγαπητός, δια του οποίου ευδόκησε ο Θεός να σώσει τους αμαρτωλούς»
Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις
Ευαγγελιστές, ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Λουκάς. Αυτή δε είναι η πρώτη και
μοναδική εμφάνιση στη Γη της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με τις Γραφές.
Δύο είναι οι κυριότερες τελετές των Θεοφανίων:
Ο Μέγας Αγιασμός, που γίνετε εντός των Εκκλησιών και η κατάδυση
του Τιμίου Σταυρού, που ακολουθεί τον Μεγάλο Αγιασμό.
Ο αγιασμός που τελούμε την ημέρα των Θεοφανείων ονομάζεται
Μέγας γιατί τελείται εις ανάμνησιν της Βαπτίσεως του Χριστού. Ονομάζεται Μέγας
σε αντιδιαστολή με τον συνήθη αγιασμό ο οποίος τελείται οποιαδήποτε ημέρα του
χρόνου.
Ο Μέγας Αγιασμός
προέρχεται από την πρακτική της Βαπτίσεως των Κατηχουμένων κατά την ημέρα των
Θεοφανείων. Γι᾽αυτό και η κεντρική ευχή του καθαγιασμού είναι σχεδόν η ίδια με
αυτή του Μυστηρίου της Βαπτίσεως. Ο ιερός Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι οι
χριστιανοί πήγαιναν κι έπαιρναν αγιασμένο νερό από την κολυμβήθρα και το
διατηρούσαν στα σπίτια τους ένα και δύο και τρία ακόμα χρόνια. Μάλιστα ο ιερός
Πατήρ θαυμάζει ότι το αγιασμένο νερό δεν φθείρεται.
Ο Σταυρός καταδύεται σε θαλάσσιο χώρο συνήθως στα λιμάνια, σε
όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού, κατά μίμηση της
Βάπτισης του Θεανθρώπου.
Ο εκκλησιαστικός
ύμνος που κυριαρχεί την ημέρα και βρίσκεται στα χείλη κάθε πιστού είναι το
Απολυτίκιο των Θεοφανίων:
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι.
Τα Κάλαντα των Φώτων ψάλλονται από τα παιδιά την παραμονή της εορτή σε πολλά μέρη της
Ελλάδος, εδώ στην Χίο δεν έχω ακούσει τόσα χρόνια που είμαι εδώ.
«Σήμερα είν' τα Φώτα
και ο φωτισμός / και χαρά μεγάλη και αγιασμός…»
Την ημέρα των Θεωφανείων έχουμε την ανέλκυση του Σταυρού (το
«πιάσιμο του Σταυρού») από κολυμβητές, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου
Σταυρού.
Συνήθως μικρής ηλικίας παιδιά βουτούν στα παγωμένα νερά για
να πιάσουν πρώτα τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και
να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους.
Μετά γίνεται ο Αγιασμός των σπιτιών από τους ιερείς και τα
παιδιά με τον τίμιο σταυρό στα χέρια.
Με τον Αγιασμό ο
ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει»
ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό.
Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των
σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν
περίτρομοι με την έλευση του ιερέα, κραυγάζοντας: «Φύγετε να φύγουμε κι έφτασε
ο τρουλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!»
Φέτος δεν ξέρω εάν έρθει τελικά ο παππάς για αγιασμό; Αλλά δεν
είμαι και σίγουρος εάν έχουν έρθει και τα καλικατζιαράκια ; αυτά lockdown εν
εχούν;; η εάν ήρθαν, δεν θα μείνουν σπίτι να είναι ασφαλές;; που α παν;;
Νομίζω η χρονιά φέτος θα είναι σκανταλιάρα!! Θα δούμε , σας εύχομαι
καλή Φώτιση !
Βγες έξω, γιαγιά… Συλλαμβάνεσαι! είχε ζωστεί με την ποδιά της παράδοσης...
Είχε αφήσει πίσω αρθριτικά και πόνους, είχε ζωστεί με την ποδιά της παράδοσης και σιγοτραγουδούσε κάλαντα και αμανέδες.
Μυσταγωγία γιορτινή. Κι οι νότες από το μαραμένο στόμα της έβγαιναν γλυκές και παραπονεμένες… Λιγωμένες από τα σιρόπια, τη μαστίχα, το μαχλέπι, το κύμινο, την κανέλα.
Γιατί ο νους και η καρδιά γύριζαν πίσω στις ξεχασμένες πατρίδες που τέτοιες μέρες ζωντάνευαν μέσα από θύμησες, πρόσωπα, γιορτινά τραπέζια, ανταμώματα και μοσχοβολιές.
Η κόρη την κοίταξε με ένα ύφος μεταξύ χαμολεγου και απορίας
Μέχρι το βράδυ το τραπέζι ήταν έτοιμο, στρωμένο όπως τότε, όπως μολογούσε η δική της μάνα. Πάνω στο άσπρο λινό τραπεζομάντηλο με τις κεντημένες πετσέτες άστραφταν τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια.
Μάνα, φέτος δεν μπορούμε να πάμε εκκλησία, οι απαγορεύσεις είναι για όλους. Άντε, άναψε τα φώτα και πήγαινε να ντυθείς. Και κοίτα, βάλε το καλό σου βελούδινο φόρεμα και τα μαύρα τα γοβάκια. Α, και μην ξεχάσεις, στην άκρη του τραπεζιού βάλε και το αντισηπτικό, της θύμισε η κόρη της.
Αυτό της χάλαγε την ατμόσφαιρα. Άκου αντισηπτικό δίπλα στα καλούδια τα ευωδιαστά που μαγείρευε δυο μέρες! Αλλά «ας όψεται η παλιοκατάσταση», μουρμούρισε μέσα από τη μασέλα της.
-Γρήγορα, γιαγιά, στην αποθήκη, είμαστε δέκα νοματαίοι, θα μας γράψουν με πρόστιμο.
Την έκλεισαν στο δωματιάκι που μύριζε σκόρδα, απορρυπαντικά, λάδι. «Εγώ, που τους μαγείρευα όλη μέρα…», είπε και την πήρε το παράπονο. «Αλλά καλύτερα, είναι κι ευκαιρία να βγάλω τα γοβάκια που με χτυπάνε και να βάλω τις παντόφλες μου».
-Χρόνια πολλά σας, μία αυτοψία κάνουμε για το καλό, είπαν ευγενικά οι δύο αστυνομικοί. Μετά από λίγο έκαναν να φύγουν.
-Μια στιγμή, είπε ο νεότερος. Στο τραπέζι υπάρχει ένα σερβίτσιο που περισσεύει. Μήπως κρύβετε κανέναν;
-Κανέναν αγαπητέ μου… είναι για τον Άη-Βασίλη, είπε ο οικοδεσπότης ετοιμόλογα. Καλή χρονιά να έχετε, τους ευχήθηκε και τους ξεπροβόδισε.
Η γιαγιά σε λίγο έβγαλε το κεφάλι της από την αποθήκη και ξανακάθισε στο τραπέζι μουτρωμένη. Κι ενώ έπεσαν όλοι με τα μούτρα στο ψητό, εκείνη έσβησε το παράπονό της μέσα στο κρασί. Και όταν η γλώσσα της λύθηκε, γύρισε πίσω, σε εκείνον τον χαμένο παράδεισο…
«Τέτοιο βράδυ», έλεγε η μάνα μου, «στο σπίτι μας ήταν καλεσμένος όλος ο αρχοντομαχαλάς. Οι άντρες ντυμένοι με τα επίσημά τους και το ρολόι το χρυσό που κρέμονταν πάντα από την αλυσίδα. Και οι γυναίκες ντυμένες με τα φορέματα τα μεταξωτά, τις δαντέλες και τα γοβάκια τα πλουμιστά. Το τραπέζι μας πλούσιο, πέρα ως πέρα γεμάτο με όλα τα καλά. Κι ύστερα, αφού τρώγαμε, αρχίζαμε τα τραγούδια… Το γλέντι κρατούσε μέχρι πρωίας.
Από τα υγραμένα μάτια της κύλησε ένα δάκρυ. Κι από τα χείλη της βγήκε ένας καρσιλαμάς κι ένας καημός βαθύς…
«Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό, ήρθ’ ένα κορίτσι φως μου δώδεκα χρονών…». Η φωνή της έσπαζε κάθε τόσο, όταν το μεράκι αντάμωνε με έρωτες λησμονημένους από την αχλή του χρόνου…
… «Εμένα δε με μέλλει, πως αγαπάς αλλού/ φοβούμαι μη σου πάρουν τη γνώμη και το νου…/Κι από λίγο, λίγο, κι από λίγο λίγο γίνεται πολύ…».
Και δος του κρασί και δος του μεζέδες. Ώσπου η γιαγιά η λεβέντισσα μεράκλωσε κι ήρθε στο τσακίρ κέφι.
-Άιντε όπλες! Και του χρόνου καλύτερα, φώναζε και τσούγκριζε το ποτήρι της.
-Σεμνά, μάνα, τη συγκράτησε η κόρη. Θα μας καταγγείλουν οι γείτονες, υπάρχουν αυστηρά μέτρα γι’ απόψε.
Δέκα λεπτά πριν μπει ο νέος χρόνος χαμήλωσαν τα φώτα. Κι εκεί απάνω στα κανταΐφια και στο καζάν ντιπί, ξαναχτύπησε το κουδούνι. Ο πατέρας πήγε ν’ ανοίξει ενοχλημένος:
-Μας κατήγγειλαν οι γείτονες ότι έχετε τρικούβερτο γλέντι απόψε… Ο κορονοϊός τρίβει τα χέρια του στο συνωστισμό, είπε με σοβαρότητα ο αστυνομικός.
-Περάστε, αγαπητοί μου, να σας κεράσουμε, είμαστε νομοταγείς, η τηλεόραση έχει τα γιορτινά της απόψε…, τα μπάλωσε η κόρη.
-Ευχαριστούμε, αλλά έχουμε πολλή δουλειά ακόμα, είπε χαμογελώντας ο μεγαλύτερος κι έκαναν να φύγουν.
-Μια στιγμή, είπε πάλι ο μικρότερος, βλέπω κάτι περίεργο κάτω από το τραπέζι…
Κάτω από το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο πρόβαλαν αραγμένα τα στρουμπουλά πόδια της γιαγιάς με τις καφέ τσόχινες παντόφλες. Η γιαγιά ανασηκώθηκε κι άρχισε να σιγοτραγουδά, σα να μη συμβαίνει τίποτα.
… «Χθες το βράδυ Χαρικλάκι, είχες πάλι τ’ οργανάκι/ και γλεντούσες μ’ έν’ αλάνι κάτω στο Πασαλιμάνι…».
Είχε σουρώσει για τα καλά.
-Βγες έξω, γιαγιά… Συλλαμβάνεσαι! Για παραπλάνηση της αρχής και για διασπορά του ιού γιατί τραγουδάς χωρίς μάσκα! της είπε αυστηρά ο αστυνομικός.
Απτόητη η γιαγιά. Δεν είχε χάσει ούτε στιγμή τη σπιρτάδα της.
-Δε μου λες κυρ αστυνόμε, πόσα άτομα είδες να κάθονται στο τραπέζι; Εννιά.
Τι να πουν κι οι αστυνομικοί… Τρεμούλιασαν τα μουστάκια τους κάτω από τις παραδοσιακές μυρωδιές, γέλασαν μέχρι δακρύων με την καπατσοσύνη της Σμυρνιάς.
-Πες μας, γιαγιά, ένα τραγούδι ακόμα και σου χαρίζουμε και το πρόστιμο, έκαναν δήθεν αυστηρά.
Κι η γιαγιά συνέχισε το τραγούδι της …«Θα σπάσω κούπες, για τα λόγια που’ πες/ και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια, ωχ αμάν, αμάν…». Ύστερα άνοιξε το παράθυρο να μπει ο νέος χρόνος,ενώ έξω έριχναν βαρελότα.
«Χρόνια πολλά, παιδιά μου, καλά μπερεκέτια με τη νέα χρονιά», τους ευχήθηκε και τους ξεπροβόδισε. «Καλή χρονιά!». Την πήραν ύστερα σηκωτή και την έβαλαν για ύπνο
Μαζί με Zωή Καλαφάτη και larissanet
Τα Χριστούγεννα τση Φραζεσκίνας, Φολέγανδρος 1950: Κατερίνα Μαρινάκη
Η νεαρή Φραζεσκίνα είχενε μεγάλη χαρά που ηκοντεύγανε κι εφέτι τα Χριστούγεννα κι ας είχανε ποσό δουλειές, που ήπρεπενε να γίνουνε μέχρι την ημέρα του Χριστού. Ματζί με τη μάνα της, την κερα-Κατερίνα, εν καταλαγιούνε καθόλου, είν’ και μεγάλο το σπίτι βλέπεις, στον Ελεήμονα, στο κέντρο του χωριού κι ήπρεπενε να ‘ναι όλντα όπως πρέπει.
Οι καθαριότητες ξεκινούνε από το Σαραντάμερο, έχουνε να καθαρίσουνε και να γαλαχτίσουνε τα χαμηλντά του σπιτιού και τσι γύροι, που λερώνουνται με τσι σκούπες και τα σκουπίσματα και γαλαχτίντζουνται όλντη την ώρα, γιατί το καλό γαλάχτισμα, μέσα κι όξω σι αυλές και σι θεμωνιές γίνεται για το Πάσκα, που μπαίνει κι η εικόνα τση Παναγιάς σ’ όλντα τα σπίτια. Εν ήτανε όμως μόνου τα του νοικοκεριού, είχανε και τσ’ αγροτικές δουλειές. Ακόμα καλά-καλά εν είχανε τελειώσει με τσ’ ελκιές και πολλές φορές ησυνεχίντζανε και μετά τσι γιορτές.
Ο πατέρας ση, ο μπαρμπα-Τζαννάκης, είχενε και τα τζευγάρια, αλλά και τσι γέννες τω τζωντανώ. Τα τζα που ηγεννούσανε ήπρεπενε να ‘χουνε πάει σε χωράφι που να’ χει και γκέλες, για να μπούνε τα μικρά ριφάκια και τ’ αρνάκια και ήπρεπενε να πηαίνει δυο φορές την ημέρα, πρωί-βράδυ, ο πατέρας ή ο αδερφός ση για να τα ταΐσουνε, αλλκιώς μοναχά τονε δεν ημπορούσανε να βυζάξουνε από τη μάνα τονε και θα ψοφούσανε.
Την προπαραμονή τω Χριστουγέννω σφάντζουνε το χοίρο τονε, που τονε ταΐντζανε όλντο το χρόνο με τα ποφάγια του σπιτιού και πίτερα. Μεγάλο πανηγύρι ετούτο δα, γλέντι σωστό, η Φραζεσκίνα το περίμενενε πώς και πώς. Από τα χαράματα εκείνη την ημέρα τηνε ξυπνούσανε κάθε χρόνο οι φωνές τω χοίρω.
Μαντζεύγουντε και σφάντζουνε όλντοι μαντζί με τσι θείοι τση, τα αδέρφκια του πατέρα τση και όλντο το τραβάγιο γίνεται στο λιοτρίβι τονε, το οικογενειακό, από τον πάππου τση. Εκεί δα μέσα, λοιπό, έχουνε όλντες τσι βολές, σφάντζουνε ένα-ένα τσι χοίροι, ένα κάθε φαμίλιας, βράντζουνε νερά στα καζάνια, γεμίντζουνε τσι γάστρες του λιοτριβιού και μαδούνε τα σφαχτά. Ήτανε μαντζεμένες οι ξαδέρφες και οι θείες και με χαρές και γέλια πολεμούνε όλντες μαντζί τ’ άντερα, να καθαριστούνε και να πλυθούνε. Το βράδυ, όλντοι μαντζί πάλι τρώνε και πίνουνε, όσοι νηστεύγουνε τρώνε σαρακοστιανά, αλλά όσοι πασκάντζουνε τρώνε τηανιτό το συκώτι του χοίρου και πίνουνε ντόπιο κρασί. Μετά τη νηστεία του Σαρανταμέρου τονε φαίνεται λουκούμι, αλλά και όλντα τα υπόλοιπα που τοιμάντζουνε οι νοικοκερές με το χοιρνό, όλντα ένα κι ένα είναι!
Την παραμονή ήπρεπενε να κοπεί ο χοίρος, που τον είχανε φήκει κρεμασμένο να στραγγίσει όλντο το αίμα του. Η Φραζεσκίνα τη χαρά τση, γιατί ήπρεπενε να γυρνά όλντη μέρα από σπίτι σε σπίτι να πηαίνει κρέατα για πεσκέσι σε γιαγιάδες, νονές, στο δάσκαλο του χωριού, αλλά και σι φτωχοί, που εν είχανε δικό τονε χοιρνό.
Το βράδυ, πριν το σκοτείνιασμα, ήπρεπενε να μπανιαριστούνε και να κοιμηθούνε νωρίς, γιατί κατά τσι τρεις το ξημέρωμα ηθα σηκωθούνε για να πάνε στη λουτρουγιά τω Χριστουγέννω, που κοινωνούνε κιόλας κάθε χρόνο. Παίρνουνε μαντζί τονε και μιαν εικόνα από το εικονοστάσι τονε και τηνε φήνουνε μέχρι την Πρωτοχρονιά στην εκκλησιά, να λουτρουγηθεί κι αυτή και να γυρίσει αγιασμένη στο σπίτι. Αυτή θα κάμει το ποδαρικό, θα τηνε βάλουνε μπροστινή μέσα κι από πίσω όλντοι οι επιδέλοιποι του σπιτιού και τηνε γυρνούνε σ’ όλντα τα δωμάτια, για να ‘χουνε καλή κι αγιασμένη χρονιά.
Ανήμερα τω Χριστουγέννω, με το γύρισμα από την εκκλησιά τα ξημερώματα, τρώνε το βραστό σούπα, με φιδέ δικό τονε, σπιτικό. Βράντζουνε τα κόκκαλα του χοιρνού, που τα ψαχνά του τα βαστούνε για τσ’ άλλες ετοιμασίες. Και τι δεν πολεμούνε! Σύγλινα, λουκάνικα, ντζηλαδιά, χαράματα, ματιές, τίοτις δε φήνουνε να πάει του κάκου. Και πρέπει να βιαστούνε, να τηανίσουνε και λίο συκώτι για το μεσημέρι, που θα ποφάνε και το βραστό και να τοιμαστούνε να πάνε τ’ απόγεμα και στην Παναγιά στο Νησί, που γιορτάντζει.
Τ’ άντερα του χοίρου τα κάνουνε λιαστά και τα τρώνε τηανητά μ’ αυγά, ακόμα και το αίμα που τρέχει από το λνταιμό του, μετά το σφάξιμο, το μαντζεύγουνε σε μια λεκάνη, αυτό πήτζει σε λιγάκι, το τηανίντζουνε κι είναι σα συκώτι τηανητό. Μα και τη φούσκα του τηνε φουσκώνουνε και την κάνουνε μπάλα, για να παίντζουνε τα παιδιά, που τι παιχνίδια άλλντα να ‘χανε;
H Φραζεσκίνα σκέβγεται τη χαρά του αδερφού τση, για κάτι τέτοιοι μποναμάδες και γελά μοναχιά! Η μέρα του Χριστού, λοιπό, είναι από τσι πιο δύσκολες, πρέπει να γίνουνε όλντα για να μη χαλάσουνε, τρίτη μέρα πια που ο χοίρος έχει σφαχτεί. Για τα σύγλινα μάνα και κόρη κόβγουνε το χοιρνό μικρά κομματάκια, τα βάνουνε μες στο χαρανί, τα αλατίντζουνε, τονε ρίχτουνε πιπέρι και τ’ άλλντα μπαχαρικά και τα φήνουνε να μαερευτούνε καλά, να τηανιστούνε μες στη γλίνα τονε. Φκιάχνουνε ποσά, γιατί τα βαστούνε μέχρι τα τέλη τσ’ Αποκριάς και τα τρώνε μαζί μ’ ένα σωρό φαγιά για ξενόστισμα.
Τα θες τηανητά μ’ αυγά, τα θες σάρτσα τω μακαρονιώ, με μπελτέδες που ηφκιάχνανε ποσά το καλοκαίρι ή τα θες -το αγαπημένο τση Φραζεσκίνας- με πατάτες τηανητές και χόρτα βραστά, ραδίκια, γαλατσίδες, τσόχοι, αλιβάρβαροι, ό,τι ηβρίσκανε, με μπόλικο λεμόνι και ψωμί ψημένο στη φουφού. Άμα, λοιπό, τοιμαστούνε όλντα τα σύγλινα τα βάνουνε σε βάντζα, ρίχτουνε κι άλλντα μπαχαρικά, πιπέρι, μπαχάρι και κανέλντα κοπανισμένη και τα φήνουνε να πήξει η γλίνα τονε κι έτσι δα να μη χαλούνε.
Απ’ όλντες τσι διαδικασίες του χοιρνού τση Φραζεσκίνας τση ρέσει πιο πολύ να βλέπει πώς κόβγει η μάνα τση το γκιμά, για λουκάνικα, για γιουβαρλάκια ή για κεφτέδες. Εκείνοι οι κεφτέδες! Τραγανοί-τραγανοί και καλοτηανισμένοι, λες και τση φωνάντζανε σκεπασμένοι μες στη λεκάνη κι όλο ήρπανε κι από κανένα στα κρυφά! Η μάνα τση τσ’ ήβανενε μέσα στη γκάμαρή τση, σε μέρος δροσερό, αν και με τέτοιο μπανιγιέρι όλντα μέσα στο σπίτι ηκουνιούντανε!
Πού να βρεθεί η τζέστη; Τα γιουβαρλάκια ήπρεπενε να τα μαερέψουνε κι εκείνα γλήορα, να μη βρωμέσει ο κιμάς, κι ήπρεπενε και να τα φάνε μέσα σε μια δυο μέρες, γιατί ε βαστούνε τέτοια φαγιά για πολντύ, είναι πίντζηλα, όσο κρύο κι αν ήκανενε. Για να κόψει, λοιπό, το γκιμά που ηλέαμε, η κερά-Κατερίνα παίρνει δυο μαχαίρια καλοκονισμένα και πάνω στο πλαστήρι τση κόβγει το κρέας ψιλό-ψιλό, όσο πιο μικρά κομματάκια μπορεί, δουλεύγοντας τα μαχαίρια παράλληλα και αντίθετα το ένα από τ’ άλλντο, το ένα δεξιά, τ’ άλλντο αριστερά.
Για να κάμει τα λουκάνικα βάνει σε μια μεγάλη λεκάνη το γκιμά, ρίχτει μέσα λίο κρασί, γλυκάδι, αλάτι και κοπανισμένα μπαχαρικά, τ’ ανακατεύγει καλά και γεμίντζει τ’ άντερα του χοίρου με μια μικρή πύργια, με φαρδύ στόμα. Τα δένει με σπάγγο κάθε μιαν απιθαμή, για να ξεχωρίντζουνε τα λουκάνικα και μετά η Φραζεσκίνα τηνε βοηθά, τα περνούνε σε καλάμι και τα κρεμνούνε στον ήλιο για να τρέξουνε τα τζουμιά τονε και να στεγνώσουνε.
Τα επιδέλοιπα
άντερα και τη γκοιλιά του χοίρου τα γεμίντζουνε με ρύντζι, κρομμύδι,
κουδούμεντο, κοπανισμένα μπαχαρικά και σταφίδες και τα κάνουνε ματιές, που τσι
βράντζουνε κι ύστερις τσι τηανίντζουνε με γλίνα. Φαΐ τρέλντα, που τελευταία
φορά το τρώανε πια στα τέλη τσ’Αποκριάς. Κάτω-κάτω στο τσικάλι, που τα βάνουνε
με αλάτι για να μη χαλάσουνε -κι η τελευταία που βγαίνει κάθε χρόνο-, είναι η
κοιλιά του χοίρου.
Κάνουνε
και τη ντζηλαδιά, βράντζουνε τη γκεφαλή του χοίρου και μετά τηνε ξεψαχνίντζουνε
και μοιράντζουνε τα ψαχνά τση σε κουπάκια γάστρινα κι εμαγιέ. Αποπάνω τονε
ρίχτουνε, να τα σκεπάσει καλά, το τζήλο, το τζουμί που ήβρασενε η κεφαλή με
μπόλικα μυρωδικά, γλυκάδι και λεμονάκι, αλλά και μπόλικια τζαφορά, για να του
δώκει ωραίο κίτρινο χρώμα. Το πιο καλό κομμάτι τσι ντζηλαδιάς, που ηκυνήανε
πάντα η Φραζεσκίνα, ήτανε τ’ αυτί του χοίρου, τραγανό-τραγανό και νόστιμο!
Πολντύ νόστιμα είναι και τα χαράματα, που γίνουνται με μεγάλα κομμάτια από το πετσί του χοίρου με όλντο του το λίπος και λία μόνου ψαχνά απάνω του. Τα χαράντζουνε και τα βάνουνε σε κουρούπια, στρώσες-στρώσες με χοντρό αλάτι, που το μαντζεύγουνε το καλοκαίρι από τσ’ αλατσαριές και βαστούνε κει δα μέσα ως το Πάσκα. Κάτω-κάτω στο κουρούπι βάνουνε την ουρά του χοίρου.
Άμα θένε να τα μαερέψουνε τα βάνουνε αποβραδίς στο νερό να
ξαρμυρίσουνε και τα τηανίντζουνε με κρομμύδια ή άλλντη φορά πάλι τα κάνουνε
γιαχνί με πατάτες ή με πιλάφι ή με μακαρόνια ματσάτα. Το καλό τση όμως τση
Φραζεσκίνας είναι άμα περνούν το χάραμα στη σούβλα και το ψήνουνε πάνω στα
κάρβουνα τση παροστριάς. Λειώνει τσιδά το πολντύ πάχος του και γίνεται λουκούμι.
Μέρες
πολεμούνε με τα χοιρνά και εν τελεύγουνε! Κάνουνε και γλίνα για να
νοστιμίντζουνε τα φαγιά και τα γλυκά -βουτύρατα άλλντα βλέπεις εν είχανε-, αλλά
τηνε τρώνε και στο ψωμί τονε, κάνουνε τσιαρίδες -τα ψιλά κομμάτια του
τηανισμένου πάχους που πομένουνε μες στο τηάνι, άμα πάρουνε τη γλίνα-, ακόμα
και χοιρομέρια καπνιστά κάνουνε, που τα πηαίνουνε στη θάλασσα ύστερις να τα
πλύνουνε να τονε φει η κάπνα.
Εκεί όμως που η Φραζεσκίνα παίρνει το πάνω χέρι στην κουζίνα είναι τα γλυκά. Βέβαια, για τα Χριστούγεννα με τσι τόσες δουλειές, εν ηπρολάβενενε κανείς να κάμει πολλντά πράματα, αλλά για την Πρωτοχρονιά πολεμά μέχρι την παραμονή. Και τι εν κάνει. Μπουρεκάκια, μακαρόνες, ξεροτήανα, κουλντούρες με πολλντά σκέδια και στρινάκια, που τα δίνουνε πεσκέσι σι μικροί, μέρες που ‘ναι.
Για τα μπουρεκάκια η Φραζεσκίνα ανεί φύλλντο ψιλό-ψιλό, το κόβγει στρογγυλό με τροχουδάκι και μ’ ένα μεγάλο ποτήρι ή πιατάκι για οδηγό, γεμίντζει το δισκάκι με καρύδια, αμύγδαλα, μυρωδικά και μέλι, τα κλείνει και τα κολλντά καλά να μην ανοίουνε. Άμα ψηθούνε τονε βάνει απόξω ζάχαρη κοπανισμένη.
Για τσι μακαρόνες πάλι κάνει μια τζύμη σαν τα μελομακάρονα, τηνε δουλεύγει να γίνει σαν κορδόνι, τηνε κόβγει σε κομμάτια, τηνε κυλά πάνω σ’ ένα πιατάκι με ξόμπλια για να ‘χει σκέδια και τηνε τηανίντζει. Με μπόλικο μέλι και σισάμι είναι το μόνο γλυκό που υπάρχει σε όλντα τα σπίτια και για του Χριστού και βέβαια για την Πρωτοχρονιά. Πρέπει βλέπεις να τα ‘χουνε όλντα μπόλικα και για τσι επισκέψες, αλλά και για τσι καλαντάρηδες, που βγαίνουνε αργά το βράδυ την παραμονή τση Πρωτοχρονιάς και γυρνούνε σπίτι-σπίτι με βγιολγκιά και τσαμπούνες.
Άμα τελέψουνε τα κάλαντα λένε και ρίμες για τσι νοικοκυραίοι και
κείνοι τονε δίνουνε λεφτά και τσι τρατέρουνε μεντζέδες, κρασί και κουλντούρες,
που τσι περνούνε με σπάγγο στο χέρι ή στο λταιμό τονε. Άμα ε λιβάρουνε να τα
πούνε σ’ όλντα τα σπίτια αποβραδίς πηαίνουνε και την άλλντη μέρα. Τα
Χριστούγεννα επά στο χωριό μας ε λένε κάλαντα, γιατί είναι όλντοι κουρασμένοι
με τα σφαχτά και τσι ετοιμασίες. Μα τσι Πρωτοχρονιάς, που ‘ναι ντόπια και
πολλντά, σαν τα Φωτοκάλαντα, εν υπάρχει σπίτι που να πομείνει χωρίς να τα
κούσει.
Βασίλη από πού έρχεσαι και δε μας
καταδέχεσαι
κι από πούθε κατεβαίνεις και δε μασε
συντυχαίνεις.
----------
Κάτσε να φας κάτσε να πιείς, κάτσε τα
πάθη σου να πεις,
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας
καλοκαρδίσεις.
----------
Κι απάνω στο παράθυρο γαρουφαλλάκι
πράσινο,
κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου
τέτοια μέρα.
---------
Τούτα δα σας λέμε μόνου καλά να ‘στε
και του χρόνου,
καλά να ‘στε και του χρόνου τούτα δα
σας λέμε μόνου.
Γλωσσάρι
αλατσαριές
= αλατότοποι
βγιολγκιά
= βιολιά
γαλάχτισμα
= άσπρισμα με ασβέστη
γάστρες
= οι μεγάλες πήλινες λεκάνες του λιοτριβιού, σαν κομμένα κουρούπια, με 2
«αυτιά» για να μεταφέρονται εύκολα
γκέλες
= μικρά μαντράκια για τα νεογέννητα ζώα, που υπήρχαν σε συγκεκριμένα χωράφια
κάθε αγρότη
γλυκάδι
= ξύδι
γύροι
= η ασβεστωμένη γραμμή που χωρίζει τον τοίχο από το τσιμεντένιο πάτωμα, την
πάτωση
επιδέλοιποι
= υπόλοιποι
θεμωνιές
= το αγροτικό σπίτι με όλα τα βοηθητικά του κτίσματα
καταλαγιούνε
= καταλαγιάζουν
κουδούμεντο
= μαϊντανός
κουλντούρες
= κουλούρες, στρογγυλού σχήματος μεγάλα κουλούρια με σουσάμι και γλυκάνισο,
απαραίτητα για το πρωινό των Φολεγανδρίων
κουρούπια,
λεκάνες = πήλινα οικιακά σκεύη
λιβάρουνε
= προλάβουνε
λουτρουγιά
= λειτουργία
μακαρόνες
= είδος τηγανητών μελομακάρονων
ματιές
= γεμιστά έντερα
ματσάτα
= χειροποίητα φρέσκα μακαρόνια, σαν λαζανάκι
μπανιγιέρης
= αέρας που μπαίνει από παντού
ντζηλαδιά
= πηχτή με χοιροκεφαλή
πάει
του κάκου = πάει χαμένο
παροστριά
= τζάκι για το μαγείρεμα
πασκάντζουνε
= τρώνε πασχαλινά φαγητά
πίντζηλα
= ευαίσθητα, εύθραυστα
πίτερα
= πίτουρα, ζωοτροφή
πλαστήρι
= ξύλινη επιφάνεια για το άνοιγμα φύλλου
πολεμούνε
= ασχολούνται, κάνουν
ποσά
= μεγάλες ποσότητες
πύργια
= χωνί
ρίμες
= είδος μαντινάδων
στρινάκια
= κουλούρια -παραλλαγή της κουλούρας- σε διάφορα σχέδια, που τα έδιναν ως δώρο τις
γιορτινές ημέρες π.χ. οι νονές στα βαφτιστήρια τους
τζαφορά
= ζαφορά, κρόκος, σαφράν
τζευγάρι
= όργωμα
τζωντανά,
τζα = ζώα
τραβάγιο
= πολλές δουλειές
τρατέρουνε
= κερνούν
εφέτι
= φέτος
φούσκα
= ουροδόχος κύστη
χαράματα
= παστό χοιρινό
Αγιορείτικα Χριστούγεννα στο Περιβόλι της Παναγιάς
Κάθε φορά που του μιλούσες εξηγούσε παθιασμένα για τα μυρωδικά που έπρεπε να έχει κάθε φαγητό για να είναι νόστιμο. Ιερή λέξη για τον Πατέρα Επιφάνιο.
Ιερή όσο και η κουζίνα του. Μια κουζίνα λιτή, αυστηρή και περήφανη. Συνυφασμένη με τη δωρική αγιορείτικη γη που τα έχει όλα αλλά με μέτρο.
Και η αγιορείτικη μαγειρική έχει βαθιές ρίζες. Στην αρχαία γη που πατά, τα βυζαντινά
χρυσόβουλα που φυλά τις βιβλιοθήκες, την ιστορία των ασκητών που έχουν ριζώσει στα βράχια. Μια κουζίνα γηγενής και γήινη. Ανθεκτική και αγέρωχη. Μόνο με ό,τι δίνει η γη.
Και ο Επιφάνιος πίστευε ότι αυτή η κουζίνα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να ανήκει στους ανθρώπους.
Και κάθε φορά που έβαζε τα τσουκάλια του στη φωτιά δεν μετρούσε για πόσους μαγείρευε.
Ανοίξτε το σπίτι σας, καλέστε τους φίλους σας, μαγειρέψτε μαζί, στρώστε το τραπέζι, πιείτε κρασί και χαρείτε μαζί…». Έτσι έλεγε ο πάτερ Επιφάνιος..... Ισως καλέ μου πατερούλι να γίνει και αυτό στο μέλλον γιατί τώρα είναι δύσκολα τα πράγματα.
Ταχινόσουπα με σελινόριζα (Μονή Αγίου Παύλου)
Βράζετε 1 σελινόριζα ψιλοκομμένη με 2 κρεμμύδια ξηρά, ψιλοκομμένα και 2-3 πατάτες μικρές, ψιλοκομμένες. Όταν μισοβράσουν, ρίχνετε 100-150 γρ. ρύζι γλασέ. Όταν είναι έτοιμη χτυπάτε 2 κουτ. σούπας ταχίνι με το χυμό 2 λεμονιών, και ρίχνετε στη κατσαρόλα. Αφήνετε να πάρει δύο-τρεις βράσεις και αποσύρετε.
Και άλλες συνταγές του Πατέρα Ειφ΄νιου στο olivemagazine
Τα κάλαντα των εκπαιδευτικών
Καλήν εσπέρα μαθητές
μαμάδες και μπαμπάδες
μπροστά σας υποκλίνομαι
και κάνω τεμενάδες!
Θαυμάζω πώς αντέξατε
τέτοια διδασκαλία
‘’-Δε σας ακούω βρε παιδιά!’’
‘’-Ούτε κι εμείς κυρία!’’
Ντύνομαι και στολίζομαι
Τακτοποιώ το φόντο
μα όλες μου οι προσπάθειες
πάνε ξανά στον βρόντο!
Ψηφιακά τις γνώσεις μου
εμπλούτισα βιαίως
με τα καμώματα αυτά
της Νίκης Κεραμέως
με ζήλο έμαθα κι εγώ
πώς να διαμοιράζω
μα μοναχός απέμεινα
‘’μ’ ακούτε;’’ Να φωνάζω
Αυτά που προετοίμασα
να μην μπορώ να δείξω
Το share δεν αποκρίνεται
όσο κι αν το πατήσω
Στην τάξη μπαινοβγαίνετε
κέντρο διερχομένων
μην είστε απαισιόδοξοι
νικά ο επιμένων
εν τέλει δε βοήθησαν
μάσκες και παγουρίνα
που μοίρασε η υπουργός
σ’ αυτή την καραντίνα
Του κόσμου τα ευτράπελα
μπορώ ν’ απαριθμήσω
μα προτιμώ τα κάλαντα
με μια ευχή να κλείσω
Από καρδιάς σας εύχομαι
υγεία κι ευτυχία
του χρόνου ν’ ανταμώσουμε
και πάλι στα σχολεία!
Να βγούμε να γλεντήσουμε
σφιχτά ν΄ αγκαλιαστούμε
τις μάσκες να πετάξουμε
χαμόγελα να δούμε
Από μια φίλη εκπαιδευτικό!
Είναι στιγμές ...
Να θέλεις να χαρείς και να σου κρατάει ένα χέρι την καρδιά.
Να θέλεις να νιώσεις την μεγάλη εορτή πού πλησιάζει και να βλέπεις γύρω σου φοβισμένα μάτια.
Να προσποιείσαι πώς είσαι χαρούμενος και αισιόδοξος.
Αλλά η αλήθεια είναι πώς κανείς δεν είναι.
‘Αν δεν τελειώσει όλο αυτό πού έχει περικυκλώσει όλους μας κανείς δεν μπορεί να πει πώς είναι ασφαλής.
Χριστούγεννα όμως και εγκλεισμός δεν πάνε μαζί.
Γιατί όσο καλή και ασφαλής κι αν είναι η σιγουριά του σπιτιού μας είναι Χριστούγεννα.
Φέτος αυτές οι γιορτές για τους περισσότερους από εμάς θα είναι διαφορετικές.
‘Ας ευχηθούμε πώς τα πράγματα θα αλλάξουν και πώς αργά ή γρήγορα η ανθρωπότητα θα ξαναβρεί τους ρυθμούς της και τις μικρές καθημερινές απολαύσεις της.
Θυμάμαι πάντα την 24η Δεκεμβρίου: Χριστουγεννιάτικη Ιστορία Ν7
🎁 X-Mas Δώρα - Χριστουγεννιάτικος Διαγωνισμός !!
Αυτές τις γιορτές εμείς δεν θα σας αφήσουμε έτσι!
Θέλεις να κερδίσεις ένα φόρεμα, ένα κόσμημα (Σκουλαρίκια) και ένα μακιγιάζ
προσώπου! ;
Καλή επιτυχία σε όλους τους διαγωνιζόμενους !!!
- Το Μακιγιάζ είναι: Έκπληξη!! by chiquita!!
Υ.Γ Το φόρεμα και τα σκουλαρίκια είναι αυτά στην φωτογραφία
Σημείωση: εάν ο Νικητής είναι εκτός Χίου Θα παραλάβει μόνο το φόρεμα και το κόσμημα
Καλά Χριστούγεννα σε όλους!
Μια χρονιά "ποίημα" Επαγγελματίας εστίασης, Πατέρας 2 ανηλίκων παιδιών.
μα ούτε ότι θα άφηνες τόσο μεγάλο τραύμα.