Όχι όποιον κι όποιον θόρυβο, αλλά εκείνον τον δημιουργικό, που έχει κουβέντες και φωνές και γέλια και αντιπαράθεση καμιά φορά.
Μας λείπουν τόσο οι φίλοι, οι διαδρομές για τη δουλειά, οι συναναστροφές που έφερναν.
Οι ήχοι της πόλης το βράδυ είναι ελάχιστοι, συχνά περνούσε μια νύχτα και το μόνο που άκουγες ήταν η μηχανή ενός αυτοκινήτου που κυλούσε στον δρόμο μπροστά από το σπίτι, η το Drone που μας φυλάει...
«Τι να συμβαίνει άραγε;», αναρωτιέσαι. «Τι να του συμβαίνει και βγήκε ο άνθρωπος αυτός μέσα στη μαύρη νύχτα;».
Έχεις μάθει να κοιμάσαι αργά, χρόνια τώρα. Και ενώ κάποτε, ειδικά τα καλοκαίρια, απολάμβανες αυτή τη νυχτερινή ησυχία, τώρα αισθάνεσαι έναν αδιόρατο φόβο, μια αγωνία που δεν έχει πρόσωπο, ούτε οσμή. Ερρεε δίπλα της, ύπουλα, ρίχνοντας σκιές παντού. Ακόμη και στον ήλιο το μεσημέρι, που καμιά φορά μπορούσε να σε ξεγελάσει στην καρδιά του χειμώνα και να βγεις στο μπαλκόνι με το φανελάκι.
Αλλά τώρα ο ήχος των αυτοκινήτων τη νύχτα είναι αιτία ανησυχίας.
Κι αν από τη λεωφόρο, λίγα στενά πιο πάνω, ακουγόταν σειρήνα, έκανε μια προσευχή. Γι’ αυτόν που είχε την ανάγκη της άμεσης φροντίδας, γι’ αυτούς που θα είχαν την αγωνία του, αλλά και για εμένα. «Πόσο καιρό ακόμα; Πόσοι άνθρωποι ακόμα;»,
Δεν τολμάς να μοιραστείς με τους δικούς σου αυτή τη σκέψη. Φοβάσαι να την ξεστομίσεις.
Για να μην τρομάξουν και χάσουν την ελπίδα τους, για να μην τρομάξει κι εκείνη και απογοητευτεί.
«Θα δείξει», «θα δούμε», «μπορεί». Με αυτές τις λέξεις κλείνουν οι συζητήσεις για τα νέα σχέδια - αλήθεια, ποιος μπορούσε να κάνει σχέδια και να ξέρει ότι θα γίνουν πραγματικότητα;
Τα <<πολεμικά>> ανακοινωθέντα στα δελτία ειδήσεων και κάτι τεράστια επιτιμητικά δάχτυλα που τους έδειχναν διαρκώς, δεν άφηναν και περιθώρια.
Σε μια εποχή που όλοι μιλάνε στα μικρόφωνα, έχουν πάρει φωτιά, και ο θόρυβος τους έχει κατακλύζει τις ζωές μας.
Και εντελώς απροσδόκητα κάνω κάτι αντάρτικο. Κλείνομαι στους τοίχους μου, κάθομαι στον καναπέ μου κατά πώς νομίζω βολικά, μα δεν βάζω μουσική, δεν ανοίγω τηλεόραση, δε στρίβω τσιγάρο, δεν παίρνω τηλέφωνο κανέναν. Δεν κάνω καμία απολύτως κίνηση, κανένας θόρυβος δε μπαίνει ανάμεσα σ’ εμένα και την ύπαρξή μου.
Εδω στο νησί, μια βραδιά ζεστή.
Μα τι ωραία βόλτα ήταν αυτή στα στενά; Και πόσο όμορφα μύριζαν τα γιασεμιά…
Οι άνθρωποι περπατούσαν αγκαλιασμένοι, γελούσαν, μιλούσαν και τα μάτια τους έλαμπαν.
Το δέρμα τους μύριζε θάλασσα και έτρεμε ζεστό στο φύσημα της αύρας.
Μαζί τους κι εκείνη, μέρος μιας ζωντανής ημέρας, αλλιώτικης μέρας, μιας αλλιώτικης νύχτας.
Φως με ξύπνησε, φως πρωινό, και δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου, γιατί το όνειρο θα τελείωνε και δεν ήθελα να το χάσω. Γιατί να σηκωθώ; Αφού το μόνο που έκανα ήταν ώρες μπροστά σε μια οθόνη, επικοινωνία μέσω της ίδιας οθόνης, μόνο βόλτα τα ψώνια και το φαρμακείο, άντε και τρεις γύροι με το σκύλο μέχρι το τέρμα της παραλίας.
Μα όπως γύρισα από το άλλο πλευρό, κάπως μου φάνηκε ότι το δέρμα μου μύριζε αντηλιακό, σαν την κρέμα που φορούσα για το ξύρισμα και για τον ήλιο. Κι ότι έξω από το παράθυρο, που ξέχασε να κλείσει το παντζούρι τη νύχτα, είδε να πετούν λευκά πουλιά.
Το όνειρο με ακολουθούσε και στον ξύπνιο μου. Και τότε έκανε μια άλλη προσευχή.
Μήπως έρθουν κι άλλες τέτοιες μέρες αλλιώτικες.