Ανδρικές μαύρες γαλότσες, ανδρικό πουκάμισο με φθαρμένους γιακάδες και παλιό παντελόνι του πατέρα, η φορεσιά σου.
Μεγάλα τα νούμερα της μπότας, φαρδιά τα ρούχα σου, πολύ !
Βούλιαζες πολλές φορές μέσα στη λάσπη και όταν σε τραβάγαμε να βγεις, έβγαινε πρώτα το λευκό σου πόδι και έμενε η φαρδιά μπότα χωμένη βαθιά …
Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια εμείς, γέλαγες κι εσύ!
Ένας κανονικός παλιάτσος, έμοιαζες ..Παλιάτσος , του χωραφιού…
Μόνο που αντί για σγουρή περούκα, άσπρο μαντήλι φορούσες στο κεφάλι, που έπεφτε μέχρι σχεδόν τη μύτη σου και κάλυπτε τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο- αταίριαστες με τη νιότη σου .
Τώρα σκέφτομαι, Αγρότισσα, ότι ποτέ δεν σε είδα να φοράς γυαλιά ηλίου.
Αμίλητη, σκυμμένη κι αφοσιωμένη στη δουλειά.
Ξεβοτάνισμα ή σπορά, πότισμα ή μάζεμα του βαμβακιού, πατάτες στα ζεμπίλια και τα σκόρδα μάτσα μεγάλα, δέσιμο σφιχτό με σχοινί και όλα στο σωρό, πάντα ίδια ήσουνα, ακούραστη σαν μηχανή ..
Μικρός Παράδεισος ήταν το διάλειμμα στον ίσκιο της παλιάς καρότσας με την κουτσαδούρα τη βαριά – το παιδικό μας στοίχημα, ποιος θα καταφέρει αλήθεια να τη σηκώσει!- κι Εσύ, Αγρότισσα, με όλα τα καλά του Θεού στο πανέρι σου, φρέσκο τυρί , ντομάτα κόκκινη, ελίτσες και αγγουράκι- θεϊκό το κολατσιό σου , έχω ακόμη τη γεύση του στο στόμα …
Και μετά, νεράκι δροσερό και το περίσσευμα από το ποτήρι του πλαστικού παγουριού με το φελιζόλ απέξω, το έριχνες δήθεν αδιάφορα στο χώμα, αλλά αποκλείεται να μην ήξερες ότι θα έβγαζε πάντα αυτή τη μυρωδιά που σου’ρχεται να σκύψεις και μια μπουκιά χώμα να αρπάξεις και να το βάλεις γρήγορα στο στόμα - τόσο πρωτόγονα, που τάραζε τα μέσα σου!
Και μετά , τους χειμώνες τους δύσκολους, γύρω από την ξυλόσομπα, με το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας να βλέπει στο δρόμο- σε παρατηρούσα Αγρότισσα, να παρακαλάς το Θεό να σταματήσει την καταιγίδα, το χαλάζι και το χιόνι, που σου κατέστρεφε τη σοδειά..
Σε είδα Αγρότισσα, να βγαίνεις στη σκάλα του σπιτιού και να πετάς αλάτι στο χαλάζι για να λιώσει και τα μάτια σου γεμάτα δάκρυα, να παρακαλούν για λίγο έλεος, να σωθεί έστω κάτι από όλα τα χαμένα..
Και την άνοιξη, Αγρότισσα , σε είδα μαζί κι Εσύ να αναγεννιέσαι, σαν ένα με τη φύση γύρω σου , σαν μακρύ κλαδί ενός γεμάτου χυμούς δέντρου, ζωντανή και γενναία, πάνω στο τρακτέρ, σέρνοντας την καρότσα, το χωνί ή το αλέτρι, σηκώνοντας εξάρες σωλήνες και πηδώντας σαν ζαρκάδι πάνω από τις βαμβακιές, που όλο ψήλωναν…
Πιο πολύ από όλα όμως, Αγρότισσα, θυμάμαι τα μάτια σου, που καθρέφτιζαν βαθιά μέσα τους , τη Μάνα γη…
Μάνα κι εσύ, γινόσουν για τη γη σου ολόκληρη μια μήτρα, που σεβόταν τα χώμα και το νερό, τους σπόρους και τα μικρά φυτά, τα φρόντισες με στοργή, τα κανάκευες, τα τάιζες , μέχρι αυτά να γίνουν, τα δικά σου γεννήματα…
Τα δικά μας γεννήματα ..
Του κόσμου τα γεννήματα..
Γι’αυτό δεν σε πρόδωσε η Γη σου ποτέ...
Τώρα δακρύζεις όχι πια για τα χαλάζια που σου παίρνουν τη σοδειά , αλλά γιατί, απόμαχη της δουλειάς, σου δίνουν ψίχουλα για να ζήσεις…
Γιατί στις νέες του χωριού σου, κανένα λόγο δεν βρίσκεις πειστικά να πεις, για να μείνουν στη γη τους
Γιατί τα χώματα πια δεν τα σέβονται οι Άνθρωποι και η ψυχή σου ανακατεύεται, από τον αρχέγονο φόβο - , Εσύ ξέρεις ότι η Μάνα Γη, όταν θυμώνει, εκδικείται!
Γιατί βλέπεις τα σημάδια του θυμού της και νιώθεις κοντά, την μεγάλη έκπτωση..
Η γενιά σου Αγρότισσα, ήταν πριν από τους Πρωτόπλαστους, αλλά αυτό, τον πόνο δεν τον σταματά …
Ευαγγελία-Λίτσα Λιακούλη