Πρόκειται για ένα από τα άπειρα δίστιχα που η λαϊκή μούσα δημιούργησε ειδικά για το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, όταν στην πλατεία Βουνακίου συρρέουν από τις ενορίες και τις γειτονιές της Χώρας της Χίου, τα ξακουστά αγιοβασιλιάτικα βαποράκια, με τα πληρώματα και το κέφι τους, τα αστεία και τη σάτιρα σε παινέματα και ευχές, σε καυστικά σχόλια και σκώμματα.
Καραβάκι- Βαποράκι
Από παιδιά γνωρίζουμε ότι το σύμβολο των ελληνικών Χριστουγέννων, είναι το καραβάκι. Το συναντάμε στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αλλά και στη ζωγραφική με τον πιο διάσημο πίνακα που απεικονίζει τα κάλαντα, το ομώνυμο έργο του Τηνίου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα. «Τα κάλαντα», που φιλοτεχνήθηκαν το 1872, εικονίζουν μια συντροφιά αγοριών , ένα εκ των οποίων βαστά μια μικροσκοπική βάρκα, σύμβολο της αδιάρρηκτης σχέσης του έθνους των Ελλήνων με τη θάλασσα.
Στα καθ’ ημάς πάλι, στο αναβιωμένο έθιμο των «Αγιοβασιλιάτικων Βαπορακιών», όπως ακριβώς τα θέλει πολύ χαριτωμένα το χιώτικο λεκτικό ιδίωμα, τα κάλαντα ή παινέματα, είναι απόλυτα συνυφασμένα με αυτά, με την εκάστοτε κατασκευάστρια ομάδα να αμιλλάται των υπολοίπων σε ευρηματικότητα στίχων και λόγων.
Τα χιώτικα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, συμβολισμένη από το βαποράκι, ελληνική πέρα για πέρα, περιέχει την πρωτοπορία που ήδη ο τόπος διαθέτει, με την πρωτοκαθεδρία του στο ναυτιλιακό στερέωμα. Το έθιμο αλλιώς, ακολουθεί και παρακολουθεί τις επαγγελματικές επιλογές των κατοίκων.
Ρίζες του εθίμου
Ειδικά η Χίος, δεν θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα και συνάμα να εκφραστεί, να τιμήσει δηλαδή και να επιβάλει στη συνείδησή της, το υγρό στοιχείο, τη θάλασσα, με τη διττή, αλλά και πολλαπλή ιδιότητά της.
Το έθιμο των «Βαπορακιών» και οι ρίζες του, «δεν χάνονται στα βάθη των αιώνων», απεναντίας είναι μια νέα συνήθεια, μια πρωτοβουλία που καθιερώθηκε με την ενσωμάτωση του νησιού στον εθνικό κορμό, αμέσως μετά τα νικηφόρα έτη 1912-13. «Η κατασκευή των καραβιών ξεκίνησε λίγο μετά τους βαλκανικούς πολέμους όταν οι Χιώτες αλλά και οι Ψαριανοί και οι Έλληνες της Σμύρνης θέλησαν με αυτόν τον τρόπο να τιμήσουν τον ελληνικό στόλο που είχε πετύχει σημαντικές νίκες σε διάφορες ναυμαχίες», επισημαίνει ο παλιός κατασκευαστής βαπορακιών ο συμπατριώτης μας Νίκος Ρωξάνας. Το έθιμο γνωρίζει αποδοχή και άνθιση κυρίως στη Χίο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αναστέλλεται την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ξαναρχίσει αμέσως μετά για μια δεκαπενταετία και αναβιώνει ισχυρά με την μεταπολίτευση.
Έτσι τιμώντας το Πολεμικό μας Ναυτικό οι κατασκευαστές προτιμούν να αναπαριστούν αρχικά τα ένδοξα πολεμικά σκάφη του εθνικού στόλου, Αβέρωφ, Βέλος, Ιέραξ κλπ, αλλά με την πάροδο των χρόνων να επιλέγουν ακτοπλοϊκά ή γνωστά ποντοπόρα σκάφη.
Η κατασκευή
Οι ομάδες συγκροτούνται ανά ενορία-γειτονιά, από παιδιά, εφήβους και κάποιους μεγαλύτερους, με τους τελευταίους να αναλαμβάνουν το ρόλο του καθοδηγητή. Η εμπειρία τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για το πέρασμα της τεχνικής, αλλά και το συντονισμό των εργασιών των παιδιών, καθ’ όλο το διάστημα έως το τέλος του χρόνου. Πολλή δουλειά, μεράκι, συνεργασία και υπομονή, είναι τα χαρακτηριστικά των μελών των ομάδων, που λόγω και του ναυτικού αντικειμένου ονομάζονται …πληρώματα. Η μικρογραφία καραβιού, μεγέθους 6 έως 7 μέτρων, θα κατασκευαστεί με ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια. Τα καταστρώματα, τα κλειστά του μέρη, τα κανόνια και τα λοιπά του αμυντικά χαρακτηριστικά, θα αποδοθούν στην εντέλεια. Η ευρηματικότητα πάντως, η λεπτομέρεια και η προσέγγιση της τελειότητας παραμένουν αμείωτες στο ζήλο των παιδιών, ώστε ο στολισμός να είναι εκτός από λαμπρός και πρωτότυπος, ο φωτισμός να προσδιορίζει τον πανηγυρικό χαρακτήρα της ημέρας, το σκάφος να διαθέτει πλέον μηχανή, ενώ δίδεται και βαρύτητα στην αξιοπλοΐα του.
Μετά το διαγωνισμό και παρά το ψύχος που η 31η Δεκεμβρίου συνήθως διαθέτει, έχουμε την τύχη και τη χαρά να απολαμβάνουμε τα πρωτοχρονιάτικα βαποράκια της Χίου να περιπλέουν στο λιμάνι της.
Παινέματα και κάλαντα
Πέρα όμως από την κατασκευή, η ομάδα θα πρέπει να εστιάσει παράλληλα και στη σύνθεση των «παινεμάτων», των καλάντων που το πλήρωμα θα απαγγείλει ή και θα ψάλλει κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στο διαγωνισμό. Τα παινέματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της όλης διαδικασίας των Αγιοβασιλιάτικων Βαποριών, αφού κατά τη μεταφορά του καραβιού από τη γειτονιά στο κέντρο της πόλης, την περιφορά στους δρόμους και τελικά την επιστροφή, τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα περιέχουν πρωτότυπο και κάθε χρονιά ιδιαίτερο περιεχόμενο. Στη σύνταξη των δίστιχων και τετράστιχων πολύτιμη είναι η συμβολή των μεγαλυτέρων της γειτονιάς και εκείνων που έχουν το χάρισμα της σύνθεσης, οι ριμαδόροι. Οι συνθέσεις τους, σε απλό καθημερινό λόγο, χρησιμοποιούν τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, ενώ υμνούν συνήθειες, αρχές και επικρατούσες αντιλήψεις. Θα ιστορηθούν όμως και γεγονότα της χρονιάς που πέρασε, θα διατυπωθούν προσδοκίες, είτε αυτές αφορούν τη συνοικία και την πόλη, είτε ολόκληρη την Ελλάδα. Αποδέκτες θα έχουν τους γείτονες και ενορίτες, τις τοπικές αρχές, την κεντρική εξουσία.
Τα καραβάκια της δρα Στέλλας Τσιροπινά
Αστείρευτη πηγή πληροφοριών συνολικά για το έθιμο των πρωτοχρονιάτικων καραβιών, είναι η διδακτορική εργασία της εκπαιδευτικού φιλολόγου, δρα Στέλλας Τσιροπινά, που κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΑΙΓΕΑΣ, με γενικό τίτλο «Η θεατρικότητα των Χιακών εθίμων του Εορτολογίου / 1. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια –Λάζαροι». Η καταγραφή βήμα προς βήμα της διαδρομής του εθίμου, αυτό αναδεικνύεται με κάθε λεπτομέρεια στην εκατοντάχρονη ζωή του. Στην ευρηματικότητα του λόγου ενδεικτική είναι η πλοκή των στίχων, ιδίως στα κάλαντα των πρώτων ετών, που υμνούν την ηρωική συμβολή του ναυτικού στην απελευθέρωση των νησιών του Βορείου Αιγαίου:
Άγιος Βασίλης έρχεται, τώρα ’ναι αντρειωμένος κρατά τουφέκι και σπαθί και είναι αρματωμένος και μια σημαία γαλανή με σφαίρες τρυπημένη που τη φιλούν με δάκρυα οσ’ ήσαν σκλαβωμένοι
Μην ντο θαμάζεσαι Τουρκιά πως η Ελλάς είναι φτωχιά έχει και παλικάρια που κτυπούν σαν τα λιοντάρια. Έχει τα παποράκια της, έχει τα κανονάκια της μιαν ντουφεκιά να σύρει, πά’ της Πόλης το γιοφύρι.
Μετά την τραγωδία του 1922 ο Άγιος Βασίλης γίνεται πρόσφυγας και οι καλαντιστές θρηνούν:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, χάλασε ο κόσμος κι ο ντουνιάς κι αρχή – κι αρχή καλός μας χρόνος, εξορί – εξορίστηκε ο κόσμος.
Γυρίζουμε σαν τα πουλιά και πού να φτιάξουμε φωλιά που ό-που όλο τη χαλούνε και δε θέ- και δεν θέλουν να μας δούνε.
«Από την εποχή της εγκατάστασης Μικρασιατών προσφύγων στη Χίο» διαπιστώνει η Στέλλα Τσιροπινά, «μικροί και μεγάλοι καλαντιστές - κατασκευαστές ταύτιζαν τα ομοιώματα με τα πολεμικά πλοία, στα οποία είχαν εναποθέσει τις ελπίδες για την παλιννόστησή τους ενώ παράλληλα τα κάλαντά τους απηχούσαν τον ίδιο πόθο και καημό».
Εθιμικός διαγωνισμός – άμιλλα
Με την πάροδο των χρόνων, με την Κατοχή και τον Εμφύλιο τα έθιμα ατονούν, χάνονται, διατηρούνται στη μνήμη και τη νοσταλγία όσων τα έζησαν. Από τη μοίρα αυτή, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν τα αγιοβασιλιάτικα βαποράκια. Έτσι με πρωτοβουλία κάποιων φωτισμένων Χιωτών και τη συνδρομή του τοπικού τύπου, το 1977 επιτυγχάνεται η θεαματική επαναδραστηριοποίηση των κατοίκων του νησιού και η αναβίωση του «Βαπορακιών».
Το έθιμο εδραιώνεται πλέον, με κίνητρο το διαγωνισμό το βραδάκι της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, στην κεντρική πλατεία ή το φουαγέ του Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου, όταν οι καιρικές συνθήκες το επιβάλλουν.
Από τα Ανθεστήρια
Η περιφορά φωτισμένων πλοίων, όπως σε άλλες περιοχές έχουμε την περιφορά εκκλησιών, μικρογραφιών, φωτισμένων πάντα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, χάνεται στα βάθη των αιώνων, τόσο που αγγίζει την αρχαιότητα. Η εργασία του Παιδαγωγικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο, η οποία εκπονήθηκε το ακαδημαϊκό έτος 2012-2013 και έχει τίτλο: «Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα και Παινέματα / Τα Αγιοβασιλιάτικα Βαποράκια της Χίου», πιθανολογεί ότι το έθιμο κατάγεται από το τροχοφόρο πλοίο των Ανθεστηρίων, πάνω στο οποίο εισερχόταν στην Αθήνα, αλλά και στις λοιπές ιωνικές πόλεις, ο θεός Διόνυσος με τη συνοδεία του, όπως και ότι η Χίος αποτελούσε νησί και πόλη-κράτος της Ιωνίας. Η εργασία έγινε στο μάθημα «Λαϊκή Λογοτεχνία: Σύγχρονες όψεις», με διδάσκοντα τον καθηγητή Γιώργο Κατσαδώρο.
Η κ. Τσιροπινά αποκαλεί τα πλοιάρια «ευετηριακά», όπως και ο Μέγας και συγκεκριμένα «ευετηριακά έθιμα των αγερμών».«Αγερμοί», είναι οι ομάδες των καλαντιστών, των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων, αλλά και του Λαζάρου. Η λέξη «ευερτηρία» πάλι, προέρχεται από (ευ+έτος) και σημαίνει καλό έτος, καλή χρονιά. Σε αυτό το πλαίσιο τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια, όπως προκύπτει από την έρευνα, είναι μια συνέχεια που περνά από τη Ρώμη και το Βυζάντιο, φτάνει στις μέρες μας, και οι καλαντιστές περιδιαβαίνουν τον οικισμό, το χωρίο ή την πόλη, τα σπίτια των φίλων, των συγγενών ή των γειτόνων και σε αντάλλαγμα των παινεμάτων και των ευχών, τους προσφέρονται τα κεράσματα.
Απο τον politischios.gr/